Εκείνα τα παιδικά
καλοκαίρια στην εξοχή, όταν η εξοχή ήταν όντως εξοχή. Δεν είχαμε ξαπλώστρες,
μήτε ομπρέλες - ασπρισμένες πεζούλες μόνο στην αυλή ή έξω από τον πλαϊνό τοίχο
της πόρτας. Δυο μέτρα μπροστά η θάλασσα, το κύμα, τα βότσαλα η άμμος και πιο
πέρα στρώμα τα φύκια, και μια σανίδα, τόση όση για βουτιές και δέσιμο κάποιας
βάρκας. Απ’ όλα είχε και… παιχνίδι, βέβαια, όλη μέρα. Και το κολύμπι παιχνίδι
ήταν.
Παραμέσα ο πλάτανος,
θεόρατος φάνταζε στα μάτια μου, τα οπωροφόρα στο κτήμα του Μπάρμπα-Φώτη, οι καλαμιές
κι οι τζιτζιφιές στην άκρη του τοίχου, το πηγάδι με το ροδάνι να το γυρίζει
ένας υπομονετικός γαϊδουράκος με δεμένα τα μάτια μη και ξεστρατίσει ή ζαλιστεί
με τόσες γύρες. Κηπευτικά χωρισμένα με αυλακιές να ρέει το νερό για πότισμα.
Και τι δεν είχε… ένας απλός παράδεισος που χαμήλωνε στα μέτρα μας τόσο που με
μια δρασκελιά φτάναμε στο κατώφλι του…
Αλήθεια, τί άλλα ήταν τα
σημαίνοντα της ζωής τότε; Τί άλλο ακριβώς κάναμε όσοι τουλάχιστον προλάβαμε κάμποσο από εκείνο το «τότε»; Λες
και σαρώναμε ξεγνοιασιές που θα τις φυλάγαμε για όταν θα μεγαλώναμε; Ποιος
μπορεί να ξέρει…
Α, και τούτο μην το ξεχάσω, θα ήταν παράλειψη, στα τόσα,
να μην το αναφέρω. Υποθέτω θα καταλάβατε για ποιες στιγμές θέλω να πω: για
κείνες τις ώρες στα καλοκαιρινά
μεσημέρια, όταν οι γονείς κοιμούνταν εμείς δεν έπρεπε να βγάζουμε κιχ. Ήταν
κανόνας!
Τώρα, καθιστός στην
ασπρισμένη πεζούλα –σ’ ένα μικρό
διάλειμμα, ανάμεσα στα «σημαίνοντα» της
σήμερον ημέρας– αναπολώ εκείνα τα
παιδικά καλοκαίρια μου, κληρονομιά που μου ανήκει. Έχω μπροστά μου τη θάλασσα,
το κύμα, τα βότσαλα την άμμο και πιο πέρα στρώμα τα φύκια, και στη φαντασία μου
μια, τόση δα, βαρκούλα, απ’ αυτές που φτιάχναμε από φλούδες πεύκου να πλέει
ανέμελη με την πρωινή αύρα.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου
Ωραίες που ’ναι οι αγκαλιές κι ας ζωγραφίζονται μόνο με λόγια...
Σας ευχαριστώ!