Φαίνεται πως διάβασε
τα όσα έγραψα στην προηγούμενη ανάρτηση ο φίλος κι ήρθε να με βρει.
Πειραγμένος, παρότι εγώ δεν ανέφερα όνομα και λεπτομέρειες που θα μπορούσαν να
τον φωτογραφίζουν. Αόριστα ήταν γραμμένα όλα.
Μίλαγε σιγανά, αλλά
πολύ παθιασμένα. Τον άκουσα. Δεν χρειάστηκε να τον διακόψω καθόλου. Απλώς τον
άκουγα. Μπορεί να είχε και δίκιο, δεν λέω… Ίσως δεν θα ’πρεπε.
Προσπάθησα να του εξηγήσω πως όταν κάτι αποδίδεται με
συγκεκριμένο τρόπο και σωστά, μπορεί να εκπέμπει συγκινήσεις και ενδιαφέρον.
Δίνει απλωσιά στο συναίσθημα. Κι
ας λιγόστεψαν τ' αγγίγματα. Μπορεί εκείνο το λίγο, το ελάχιστο, το τίποτα σχεδόν,
το… «ευλογημένο άδειο» να δίνει και… «συμπνοή», όπως κι αν εκφέρεται.
Με απόλυτη συναίσθηση,
το εξήγησα άλλωστε,
όσα
έγραψα δεν ήταν λόγια που μου ανήκαν. Ξεκάθαρες κουβέντες.
Ωστόσο, καλό θα είναι
να δώσω τέλος στο θέμα, παραφράζοντας κάπως στίχους που τόσο όμορφα «κέντησε» ο αγαπημένος Μίλτος, έτσι,
για να συνεχίσω να… λογοδοτώ.
«Με λόγια πάλι
έρχομαι φτιασιδωμένα / σαν από κείνα που έγραφα από παλιά.
Λόγια που ξέρω
πως ίσως δεν νοιάζουνε κανένα,
κι εγώ τα γράφω
να περάσει η βραδιά».
Ό,τι
κι αν συμβεί, λοιπόν, κι αν χάνομαι, εδώ θα επιστρέφω στις κλειδωμένες μας
στιγμές.