«Είμαι πάρα πολλά για να μην είμαι τίποτα και πολύ λίγος για να είμαι κάτι»… * * * * * «Ψάχνω να βρω λέξεις… που να "αγγίζουν" κι αγγίγματα που να μιλούν»…

25 Σεπ 2020

«Ας το επάνω μου» *

Σε κάτι απόμακρα και ξεχασμένα χωριά συναντάς τα πιο φωτεινά χαμόγελα. Τις πιο όμορφες γιαγιάδες και τους πιο καλοσυνάτους γέροντες. Στο πρόσωπό τους ζωγραφισμένες οι αυλακιές απ’ τα χρόνια. Στα μάτια τους ο καημός για το χρόνο που τρέχει... Σκληρός ο χρόνος, καταφερτζής, τους άρπαξε αυτό που ήθελε. Συνήθως τα καλοκαίρια τους βλέπεις να κάθονται σα να πιάνουν στασίδι και να λιάζονται στα ασπρισμένα πεζούλια τους. Έχουν μια γλύκα, μια ετοιμότητα στο λόγο τους. Τους ακούς να μιλάνε και μορφώνεσαι. Ώρες μπορώ να κάθομαι μαζί τους.

Συνήθειά μου, όταν είμαι στο νησί να πηγαίνω, κάποια πρωινά, για βόλτα σε κάτι μικρά χωριά της βόρειας Λέσβου. Στην Άργενο, στη Λαφιώνα, στο Πετρί, στο Βαφειό. Στην Άργενο λοιπόν μια μέρα, τους βρήκα να κάθονται στ’ ασβεστωμένο κατώφλι τους. Εκείνη κι εκείνος. Ένα ζευγαράκι αιώνιο. Η γιαγιά παιδεύεται μ’ ένα ασύρματο τηλέφωνο στο χέρι. Θα λαχταρούσε να τηλεφωνήσει σε κάποιον, υποθέτω… Έτυχε να περνάω, με βλέπει, ξεθαρρεύει και μου φωνάζει: «Έλα γιόκα μ’, να μ’ πάρ’ς έν’ αριθμό. Δε καλουβλέπου πια…». «Ευχαρίστως να σας βοηθήσω», αποκρίθηκα και πήρα το χαρτάκι που είχε γραμμένο τον αριθμό. «Κάτσι, μη φύγ’ς, να σι τρατάρου κατιτίς». «Δε φτιάχνς κάνα καφέ για του πιδί; Άντι, φτιάξει κι για μένα». Πρόσταξε εκείνος και συμπλήρωσε: «Γλυκούλικους η θκος μ’». «Να δούμε πού θα φταξ του ζάχαρου σ’, κακουμοίρη μ’…», γύρισε και του είπε ε. «Ας του απάνου μ’»… της απαντάει εκείνος κοφτά. Και μου ’κλεισε το μάτι.

«Ας του απάνου μ’»… Τι μου θύμισε τώρα τούτο… Μια παλιά ιστορία, από ένα χρονογράφημα του αλησμόνητου Φρέντυ Γερμανού. Θα ’ταν το ’91, αν θυμάμαι. Καλεσμένη στην εκπομπή του η Μελίνα. Η διάγνωση για τη μετάσταση της αρρώστιας της ήταν ήδη γνωστή. Στο στούντιο και μια γιαγιά από την Κοκκινιά, με κάτασπρα μαλλιά και ροζ μάγουλα. Είχε μαζί της ένα εικόνισμα της Παναγιάς για να το χαρίσει στη Μελίνα. «Αυτό με φύλαξε εμένα τότε. Στη Μικρά Ασία. Το κρατούσα όλα αυτά τα χρόνια. Στο δίνω για να φυλάξει τώρα και σένα». Η Μελίνα τη φίλησε στο μάγουλο και της είπε: «Έχεις μάγουλα παιδιού, το ξέρεις;». Και η γιαγιά σεμνά-σεμνά της απάντησε: «Εντάξει είμαι». Εντάξει ήταν. Κι ας είχε περάσει από οδύσσειες και από προσφυγές, από καμένες Σμύρνες κι από καμένα χωριά. Κι ύστερα από άλλες περιπέτειες στην Κοκκινιά. Φτώχεια, παράγκες και εμφύλιους. «Το δέρμα σου είναι σαν δέρμα μωρού. Γιατί αφήνεις άσπρα τα μαλλιά σου;». «Να τα βάψω;», ρώτησε διστακτικά η γιαγιά. «Να τα βάψεις!». «Και τι θα πει η γειτονιά;». «Δεν είμαστε καλά!» (ξύπνησε η γνώριμη, φλογερή Μελίνα). «Εδώ δε φοβήθηκες τους Τούρκους και θα φοβηθείς τη γειτονιά; Να τα βάψεις»! «Ξέρεις κανέναν καλό;», ρώτησε εμπιστευτικά η γιαγιά. «Ξέρω!», τη βεβαίωσε η Μελίνα. «Θα στον βρω εγώ. Ας το επάνω μου». Η γιαγιά ήθελε να βάψει τα μαλλιά της, αλλά ήθελε έναν καλό που δε θα άλλαζε απότομα το χρώμα και… φανεί στη γειτονιά. «Ας το επάνω μου»! Πόσοι άνθρωποι, αλήθεια, λαχταράνε μια τέτοια απλή –ανδρική ως συνήθως– φράση; Πόσο αλλάζει ο ορίζοντας με ένα σκέτο «ας το επάνω μου»!

Κι ο Φρέντυ που, εν τω μεταξύ σκεπτόταν πώς δυο ώρες εγγραφής έπρεπε να γίνουν 52 λεπτά εκπομπής, αναγκάζεται να τις διακόψει: «Κυρίες μου, κάπου εδώ πρέπει να σταματήσουμε». Και η γιαγιά απτόητη, γυρίζει και του λέει: «Άντε στο καλό. Εμείς θα μείνουμε. Έχουμε, ακόμα να πούμε μερικά με την κοπέλα εδώ». Κι έσκασαν στα γέλια.

Δυο απίθανες, γελαστές Ελληνίδες. Η μια βγαλμένη από τα βελούδα και τα μετάξια των Μερκούρηδων και η άλλη ζυμωμένη στο αίμα και στη φωτιά της προσφυγιάς. Τόσο διαφορετικές και την ίδια ώρα τόσο ίδιες. Τόσο ίδιες στο γέλιο, στην περηφάνια, στην απλότητα, στη λεβεντιά!

Είναι κάτι άνθρωποι, «μπορεί να ’ναι αγράμματοι, αλλά σοφοί. Και, προπάντων, τρυφεροί. Απαλοί, χωρίς γωνίες που κόβουν, χωρίς καχυποψία, δίχως έπαρση και επιθετική ειρωνεία που πληγώνει». «Μεταξωτοί άνθρωποι». Όπως τους αποκαλούσε ο ποιητής Νίκος Καρούζος.

*  Τούτο το κείμενό μου δημοσιεύτηκε για πρώτη φορά στις 18/9/2012 στην εφημερίδα ΕΜΠΡΟΣ της Λέσβου. Το αναδημοσίευσε στις 10/1/2013 ο καλός μου φίλος («και μακρινός ξάδερφος») Γιώργος Βαρβάκης στο ιστολόγιό του «Μπάλος». Δημοσιεύτηκε στην Εφημερίδα της Νέας Υόρκης στις 5/3/2014 και πρόσφατα στο Περιοδικό ΑΙΟΛΙΔΑ, Τεύχος 76 (Ιούλιος-Αύγουστος-Σεπτέμβριος 2020). Ύστερα από τόσα χρόνια, το διαβάζω ξανά και... πιστέψτε με, δίχως ίχνος αλαζονείας, το λάτρεψα!  Και σκέφτηκα ότι δεν θα μπορούσε να λείπει κι από εδώ. 

Στράτος Δουκάκης





4 σχόλια:

  1. Υπέροχο κείμενο με "μεταξωτούς ανθρώπους" όντως, Στρατή μου.
    Αυτές τις κουβέντες στ' ασπρισμένα πεζούλια των νησιών μας, τις λατρεύω κι εγώ. Κι έχω κάνει την πιο πολύτιμη συρμαγιά μου με σοφές κουβέντες και πολύτιμες μνήμες.
    Αξέχαστος κι ο Φρέντυ. Μας άφησε μεγάλη παρακαταθήκη με τα έργα του.
    Να είσαι καλά Στρατή!

    ΑπάντησηΔιαγραφή
    Απαντήσεις
    1. Όπως το λες, Μαρία, "πολύτιμη συρμαγιά" για όλους όσους αρκούνται ν' ακούνε...
      Σ' ευχαριστώ!

      Διαγραφή
  2. Υπέροχο το γραφτό σου, μου αρέσουν πολλές φράσεις όπως: «Μεταξωτοί
    άνθρωποι», υπάρχουν και τέτοιοι. Επίσης μου άρεσε καταπληκτικά η περιγραφή που κάνεις για τις γιαγιάδες και τους παππούδες στ’ ασπρισμένα πεζούλια των σπιτιών στα χωριά της Ελλάδας. Παρουσιάζεις την αλήθεια και την ιδιοσυγκρασία των Ελλήνων της τρίτης ηλικίας. Πολύ γλυκό το κείμενό σου όπως και ο καφές του παππού.
    Για τη Μελίνα και το Φρέντυ τι να προσθέσω…

    ΑπάντησηΔιαγραφή
  3. Πώς να μην σ' ευχαριστήσω για τα τόσο εγκωμιαστικά λόγια σου.
    Να 'σαι καλά Σοφία μου!

    ΑπάντησηΔιαγραφή

Ωραίες που ’ναι οι αγκαλιές κι ας ζωγραφίζονται μόνο με λόγια...
Σας ευχαριστώ!