Λένε, πως όταν θυμάσαι, φυλλομετρώντας ημερολόγια και χρόνια, είναι γιατί έχεις πλέον μεγαλώσει πολύ. Μεγάλωσα… γιατί να το κρύψω; Λένε επίσης, πως από δω κι εμπρός τα χρόνια αρχίζουν και κλέβουν, δίνουν λίγα και παίρνουν πολλά. Ό,τι άφησες να γλιστρήσει από τα χέρια σου, τώρα δείχνει τόσο πολύτιμο… Ο χρόνος που φεύγει κλέβει τα όνειρα που έκανες και σε ξεγελάει με κάτι όνειρα ρετάλια. Κλέβει χαρές κι αφήνει λύπες. Κλέβει αλήθειες, κλέβει στιγμές. Κλέβει ό,τι μπορεί, αφήνοντας κάποιες αναιμικές υποσχέσεις πως όλα αύριο ίσως να είναι αλλιώς. Κι έτσι περνάει ο καιρός χωρίς να το καταλάβεις. Πώς να μετρήσεις τόσες στιγμές; Πώς να μετρήσεις την απόσταση ανάμεσα στην αληθινή ζωή και τις στιγμές που ονειρεύτηκες;
Κι αυτή η απόσταση δημιουργεί ψευδαισθήσεις. Αυτή είναι η ομορφιά και η δύναμη του νου μας. Φροντίζει, με όλα όσα έφυγαν κι αυτά που πρόκειται να ’ρθουν, να φτιάχνει εύκολα ό,τι φαντάζει αδύνατο. Όλα όσα ήξερα και νόμιζα ότι είχα συνηθίσει, «επανεκδίδονται»… με μπαλώματα κι ό,τι περισσεύματα είχαν. Και με μπαλώματα δε γεμίζεις της ψυχής τα άδεια… Έτσι, τ’ απομεινάρια μπερδεύονται με τα καινούργια και δημιουργούν προσδοκίες που γεννούν άλλα όνειρα, κι αυτά –για να τα φέρω στα μέτρα μου– τ’ ανακατεύω, τα στρίβω πότε από τη μια και πότε απ’ την άλλη. Τα στραγγίζω, τα γυρνώ ανάποδα, μήπως και βγάλουν κάτι. Έστω μια σταγόνα, μια μικρή υποψία κάποιας κρυμμένης ελπίδας. Έστω μία…
Κάποια πράγματα, συνεχίζω να τα βλέπω όπως ήταν κι όχι όπως είναι. Δένομαι με τα όνειρα των παρελθόντων χρόνων. Κι απ’ αυτά κρατιέμαι. Μανία μου να επιμένω σ’ εκείνα, που έχουν μείνει δίχως τη γυαλάδα τους, πεταμένα στο βάζο των μαραζωμένων ονείρων. Μου αρκεί που, έστω κι έτσι, υπάρχουν, κινούν τη φαντασία βάζοντας σε δύσκολα μονοπάτια τη σκέψη μου. Είναι μια από τις κακές μου συνήθειες. Και η κακή συνήθεια είναι ένα παράξενο κουσούρι. Κι εγώ από κουσούρια, έχω ένα σωρό. Δεν ξέρω αν χρειάζεται περισσότερη δύναμη να αποκτήσεις μια συνήθεια ή να την αποβάλλεις.
Σήμερα ξημέρωσε συννεφιασμένο το στερέωμα του ουρανού. Κοιτάζω έξω, όχι τον ορίζοντα, αλλά τη ζωή μου να φεύγει και λέω, ότι τουλάχιστον έφτασα κοντά σ’ αυτό που είμαι. Κι εδώ αρχίζουν οι απολογισμοί. (Σ’ αυτούς συνήθως πέφτω έξω). Στέκομαι, σιωπηλός και δίχως κέφι, βλέπω πως φεύγουν οι ώρες, οι μέρες, οι εβδομάδες. Φεύγουν οι μήνες, οι εποχές, τα χρόνια. Υποτάσσονται στους δείκτες του πανδαμάτορα χρόνου… Ό,τι έχω ζήσει με ακολουθεί. Κι ο νους μου εκεί, τρέχει ανάμεσα στο τώρα και στο πριν. Ονειροπόλος στα ωραία και στ’ ανέγγιχτα… με χαραγμένα τα σημάδια ενός ασυμβίβαστου ρομαντισμού, που, όσοι είμαστε «μολυσμένοι» απ’ αυτόν, δεν τα κρύβουμε, το αντίθετο θα έλεγα, τα περιφέρουμε. Ολοφάνερα. Και περήφανοι!…
Ένας κύκλος είναι το μονοπάτι του χρόνου. Ένας κύκλος που γυρίζει και τελειώνει στην αρχή. Στην αφετηρία. Έτσι μας γυρίζει και μας πάει κι ας μοιάζει, πολλές φορές, με βουνό απροσπέλαστο. Για να διαπιστώσουμε, τελικά, πως η ζωή μας όλη δεν είναι τίποτε άλλο από αυτό που εμείς την κάνουμε να είναι.
Το τραγούδι μου