Επειδή είναι ωραίο ν' αφήνεις πότε πότε τις λέξεις να σε ταξιδεύουν και ειδικά στη φτωχή από ποιητές (και ποιήματα) εποχή μας, και φυσικά παίρνοντας αφορμή από τα λόγια του Βασίλη Αναγνωστόπουλου που έλεγε πως το ποίημα δεν ανήκει στο δημιουργό, ανήκει σε όποιον το πλησιάζει, το διαβάζει, το κατανοεί και ταξιδεύει παραπέρα μαζί του, καταθέτω εδώ τρία δείγματα γραφής του Ιγνάτιου Ταγγούλη από την ανέκδοτη ποιητική συλλογή του «Μπου».
Κι επειδή, ευτυχώς ακόμη, ύστερα από τόσα δεν έχει στεγνώσει η ψυχή μας, ας τους ρίξουμε έστω μια ματιά μήπως και προλάβουμε.
Αν
Αν έστω για μία στιγμή είχες ακούσει
Τα piannisimo της αγάπης μου
Αν έστω για μία στιγμή είχες δει
Το δένδρο χωρίς το μήλο
Χωρίς το σχοινί, χωρίς τον σταυρό
Αν έστω για μία στιγμή είχες πιάσει
Το χέρι μου και όχι το καρφί
Τώρα,
Θ’ απολογούμασταν αγκαλιασμένοι
Έξω απ’ τα κρατητήρια των παραδείσων.
Μάταιος ορισμός
Ποίηση δεν είναι η ομοιοκαταληξία αυτού του κόσμου.
Ποίηση ίσως θα ήταν τ’ όνειρο που αποκοιμιέται
Στ’ άγρυπνο μάτι των ζώων πριν την σφαγή
Ή
Το Αύριο βιωμένο ενδοφλεβίως
Με ανεπιφύλακτη παραδοχή θνητότητας
Κι όλα μου τα σκοτάδια δικαιωμένα
Στην ξέφρενη λιακάδα του μυαλού
Αφού κάποτε
Αδέξια ψυχασθενείς θα συναινέσουμε σε όλα
Εξόριστοι σε πυρπολημένα κυπαρίσσια
Καβάλα σε στιλπνούς θανάτους.
Ποίηση δεν είναι ούτε θα μπορούσε να ήταν ποτέ.
Νυχτερινό
Πες μου, αλήθεια, άγγελε
Ποιός σ’ έστειλε σ’ εμένα
Και ξαγρυπνάς στο πλάι μου με μάτια βουρκωμένα;
Ποιό είναι το βρέφος που κρατάς σφιχτά στην αγκαλιά σου
Και κάθε νύχτα που ξυπνά τσακίζει τα φτερά σου;
Πες μου, αλήθεια, άγγελε
Ποιό είναι τ’ όνομά σου
Και πάνω στο προσκεφάλι μου μιλάς με τον θεό σου;
Με τούτο το φτηνό κρασί θέλεις να με μεθύσεις
Και προσπαθείς παράδεισους ξανά να μου πουλήσεις.
Πες μου, αλήθεια, άγγελε
Γιατί κρατάς μαχαίρι;
Αυτό το σώμα που κρατάς είναι παιδιών λημέρι
Που μέσα σε χαλάσματα θλιμμένων χρυσανθέμων
Σκυλεύουνε τον θάνατο με χάρη ερωτευμένων.
Πες μου, αλήθεια, άγγελε
Αν ξέρεις τον βαρκάρη
Να μου δανείσεις αν μπορείς τα ναύλα να με πάρει
Μέσα στην κρύα βάρκα του το χέρι θα απλώσω
Θα με περάσει απέναντι κι εκεί θα τον σκοτώσω.
Άγγελε, φύγε να χαρείς
Μην στέκεις στην ζωή μου
Δεν θέλω το ταξείδι σου ούτε να ’ ρθεις μαζί μου
Θέλω ανθρώπου φορεσιά θέλω ανθρώπου πάθη
Θέλω εκείνη που αγαπώ και φύγε προτού να’ ρθει.
Ο Ιγνάτιος φαίνεται να ακολουθεί τα χνάρια του παππού του Ιγνάτιου Κανδύλη, που αν κι ένας απλός υποδηματοποιός, ήταν ένας πνευματικός άνθρωπος πάντα μέσα σε όποιο πολιτιστικό συμβάν του χωριού μας.
Μηθυμναίος