Όταν υπάρχει παραπάνω δόσιμο, ας πούμε, σ’ αυτό που κάνεις και πολύ αναποδογύρισμα όταν βγάζεις προς τα έξω το μέσα του εαυτού σου, παρότι είναι συνήθεια, ανάγκη και πάθος, κάπως… κουράζει. Γίνεται ρουτίνα. Όταν σκέψεις και αισθήματα παλεύουν να γίνουν λέξεις στο χαρτί, ή στην οθόνη αν θέλετε, κάπως αρχίζει να ψευτίζει. Μολαταύτα δε χωράνε δισταγμοί. Τ’ αφήνεις απλά να σε παρασύρουν.
Για δυο μήνες τα απαρνήθηκα
όλα! Δεν ήταν και τόσο δύσκολο. Ούτε εύκολο το λες. Η σιωπή. Η απουσία. Η
απεξάρτηση. Γεγονός. Άρχισα να χαίρομαι και με άλλα πράγματα και όχι μόνο άλλα,
ήθελα, αυτά τα άλλα, να έχουν και μια σχετική διάρκεια. Φοβόμουν, ομολογώ, πως
δεν θα μπορούσα να το κουμαντάρω. Δεν πίστευα ότι αντέχεται κι όμως…
Συνειδητή επιλογή η
απουσία μου. Έμεινα αρκετό καιρό εκτός. Κατ’ αρχάς έκανα καλό στον εαυτό μου.
Αυτό είναι βέβαιο. Άντεξα σ’ αυτό το εκτός. Άλλαξα συνήθειες και τρόπους στην
καθημερινότητά μου. Έπιασα και πάλι τα διαβάσματα. Βιβλία που με περίμεναν.
Περπάτημα. Γυμναστική. Εξορμήσεις. Φωτογράφηση. Συγύρισμα και τακτοποίηση του
χώρου μου. Ξεκαθάρισμα συρταριών. Πολλά γραφτά ατέλειωτα και ατελείωτα στοιβαγμένα
εκεί μέσα –παραέξω και παραδίπλα– παραμένουν σιωπηλά. Χιλιάδες φράσεις που
έπρεπε να ειπωθούν, εκατοντάδες νοήματα που έπρεπε να εκφραστούν κι όλα να
συνοψίζονται σ’ ένα ασήμαντο παράπονο που δεν είναι της στιγμής. Ωστόσο, με ξαφνιάζει
το γεγονός πως με τόσα γραφτά ζωσμένος, έφτασα, όπως θα έλεγε κι ο στιχουργός,
πιο μακριά απ’ αυτό που ’μουν φτιαγμένος.
Λένε πως οι μουσικοί
δεν αποσύρονται· σταματούν όταν η μουσική μέσα τους
σωπαίνει. Κι εγώ νιώθω να έχω λίγη μουσική ακόμη μέσα μου. Δεν είναι εύκολο να
απαρνηθείς· να ξεγράψεις ξάφνου λέξεις, φράσεις,
προτάσεις, διατύπωση σκέψεων που χορεύουν μπρος στα μάτια σου ενώ πασχίζεις –με
δικαιολογίες και προφάσεις– να ερμηνεύσεις αποφάσεις. Άλυτες παραμένουν οι απορίες.
Τις καλύπτεις προσωρινά, αλλά αυτές ξαναβγαίνουν μπροστά σου σαν
απραγματοποίητα όνειρα.
Το πι-σι και το λάπτοπ
έπιασαν αράχνες. Το διαδίκτυο –το blogging στην περίπτωσή μου– δεν
μου χάριζε πλέον ό,τι μου χάριζε. Άλλες εικόνες γοητεύουν το βλέμμα, άλλα κυριεύουν
το ενδιαφέρον μου… Είναι αμαρτία, το αναγνωρίζω, να παραμερίζεις αυτή τη
δροσερή πηγή έκφρασης και μοιρασιάς, αυτή τη, σχεδόν καθημερινή βουτιά στο
συναρπαστικό κι ανεκτίμητο χάρισμα που από καλοτυχία έπεσε στα χέρια μας.
Βάσταξες όσο άντεξες,
αποκρίνομαι στον εαυτό μου. Πόσα και τι να πεις για τούτη τη γωνιά που
αξιώθηκες. Πόσες ανάγκες, πόσους φίλους να χωρέσεις, πόσες αγκαλιές. Έχε,
ωστόσο, κατά νου πως το πουλί δεν τραγουδάει γιατί έχει απαντήσεις·
τραγουδάει επειδή έχει τραγούδια.
Θέλει συμμάζεμα το
θέμα…
Κρεμάω σ’ αυτή τη
γωνιά λευκό κουρτινάκι δαντελένιο, με κενά, που επί τούτου άφησε η υφάντρα με το
βελονάκι της, κάτι να μαρτυράνε στους «απ’ έξω».