Τ’ άπλωνα, τ’ άφηνα να λιάζονται, να
σεργιανούν και ν’ αλητεύουν.
Που τα ’χανες, που τα ’βρισκες - εδώ κι
εκεί, να ξελογιάζονται…
Πότε με τα σύννεφα, πότε με τ’ αστέρια,
πότε στα δειλινά
και πότε στα ξημερώματα, να λικνίζονται
και να παιχνιδίζουν ακόμη και με τον ήλιο.
Ιδίως στα βασιλέματά του.
Τα καμάρωνα και τ’ άφηνα να το
ευχαριστηθούν!
Τι το ’θελα;
Σαν τ’ αδέσποτα,
έψαχναν κι αυτά να βρουν το ταίρι τους.
Έγερναν κι ακουμπούσαν στο ηλιοβασίλεμα.
Λες και περίμεναν
το σινιάλο του για να πάνε ν’ αράξουν στο πλάι του.
Σε μια ατέρμονη
ηδονή.
Έτσι, παρέα
άρχισαν να υφαίνουν, άγνωστο ποιες συνωμοσίες είχαν κατά νου.
Από στιγμή σε
στιγμή νόμιζα, ο αφελής, πως θα γύρναγαν.
Άνοιγα την αγκαλιά
μου να τα υποδεχτώ. Εν αναμονή…
Στη διασταύρωση.
Τα ξημερώματα.
Κι
ανυποψίαστος εκτέθηκα.
Τι αφέλεια κι αυτή η δικιά μου…
Λογάριαζα πως ίσως θα
’ταν μακριά...
Χαρά στην απόσταση.
Μα, αυτά ξεστράτισαν και λοξοδρόμησαν,
μαράθηκαν κι έσβησαν.
Έγιναν παρελθόν κι εγώ η σκιά τους.
Ήταν χάρτινα όνειρα.
Χάθηκαν στα τελειώματα.
Ήταν χάρτινα όνειρα.
Άλλοι τα τσαλακώνουν και τα πετάνε. Εγώ
τα έχασα.
Είναι αυτή η αίσθηση που δημιουργείται
μέσα μας
ώστε να μας κάνει να αγαπάμε και να
εκτιμάμε ό,τι χάθηκε.
Κι αυτό το άτιμο το λίγο που μας δόθηκε
–ράγισμα στο μονότονο
χτυποκάρδι της ζωής–
φαντάζει τεράστιο σε μια εποχή όπου όλα
πωλούνται και αγοράζονται όσο όσο…
Τα υπόλοιπα; Είναι ευαίσθητα προσωπικά
δεδομένα…