Αυτή ήταν το μίασμα. Ούτε ο σαράφης που έπαιρνε τις χρυσές βέρες των μεροκαματιάρηδων για δύο ενέσεις πενικιλίνης! Ούτε η μεγαλοκυρία του αρχοντόσπιτου που ξυλοφόρτωνε αλύπητα την παρακόρη της Περσεφόνη. Ούτε βέβαια τ’ αφεντικό του αρχοντόσπιτου που «σορομαδούσε» την Περσεφόνη όταν κοιμόταν η μεγαλοκυρία. Όχι αυτοί, η Βασιλεία ήταν το μίασμα. Γιατί, αυτή έπαιρνε αντίτιμο όταν την «σορομαδούσαν» οι πελάτες στην κάμαρα του Συνοικισμού στη Χρυσομαλλούσα. Ήταν τότε, στα χρόνια της λαϊκής γειτονιάς, των ανθισμένων περιβολιών, αλλά και της χαμένης αθωότητας…
Πελατεία μεγάλη δεν είχε η Βασιλεία. Ήταν κακομούτσουνη, την είχαν πάρει και τα χρόνια... H Βασιλεία, ποτέ δεν μάλωνε με τη γειτονιά, κι ας έφτυναν στο κατόπι της! Περνούσε μακριά από τα κατώφλια των νοικοκυράδων με ψηλά κρατημένο το κεφάλι. Σαν να ‘βλεπε μόνο τις κορφές των δέντρων. Πιο ψηλά δεν θα τολμούσε ν’ ατενίσει… Δεν έσμιγε τα βλέμματα των άλλων η Βασιλεία। Λες κι αν δεν έβλεπε, δεν θα την έβλεπαν κιόλας। Kαι μόνο σαν τύχαινε ξώφαλτσα ν’ ανταμώσεις τα μάτια της, σ’ έπιανε ένα σύγκρυο αλλιώτικο και δεν ήξερες από πού να φύγεις.
Θυμάμαι εκείνα τα μάτια με τους μελανιασμένους κύκλους ολόγυρα. Είχαν κάτι σαν ικεσία, σαν περαστική λάμψη αγνότητας. Kάτι, σαν άφωνο πόνο δαρμένου σκυλιού. Kάτι σαν βουβό «κατηγορώ», σαν γροθιά που σ’ έβρισκε στο στομάχι και πονούσες μέχρι βαθιά στη… συνείδηση! Ίσως γι'αυτό την υπερασπίστηκε σε δίκη μιά φορά ο σπουδαίος δικηγόρος Γεώργιος Βογιατζής। Για το βουβό "κατηγορώ" ίσως. Για το πόνο του δαρμένου σκυλιού στα μάτια της... «Μέγας είσαι κύριε και θαυμαστά τα έργα σου…». Oι «παντοθειές» της γειτονιάς η κυρα-Σοφία και η κυρα-Σταυρίτσα έλεγαν πως η Βασιλεία κάνει και ψυχικά, πως η χήρα του μεθύστακα με τ’ ορφανό τη Βαγγελούδα ζούσαν, γιατί η πόρνη φρόντιζε। Kαι πως σαν πήρε φωτιά ο παλιόπυργος της φαμελίτισσας οικογένειας κι απομείναν στο δρόμο, η πόρνη πάλι έστειλε παπλώματα και προικιά για τα κορίτσια και θέλησε να μην μαθευτεί το χερικό. Kι άλλα: πως άφηνε νύχτα καντήλια χρυσά στην Παναγιά τη Χρυσομαλλούσα, πως ξεθάβαν με δικά της έξοδα ξεχασμένους παρακατιανούς, τους έκανε και κασάκια με τ’ όνομά τους απ’ έξω. Έτσι λέγαν πως ήταν η Βασιλεία, εκείνοι που ξέραν. Εγώ μόνο ξέρω –το θυμάμαι σαν όνειρο, σαν παραμύθι τάχα– πως πίσω από το θολό τζάμι της στενής της πόρτας με το ξεθωριασμένο κουρτινάκι, έβλεπα όλα τα χρόνια της παιδικής μου ζωής, ένα καντήλι πάντα αναμμένο. Κρεμόταν από το χαμηλό ταβάνι, μπροστά σ’ ένα και μοναδικό εικόνισμα κάποιας θλιμμένης Παναγιάς.
Eκείνη τη Μεγάλη Παρασκευή στις Ώρες, η Βασιλεία τόλμησε το παράτολμο. Έφερε στην εκκλησιά ένα στεφάνι καμωμένο από ροζ μαγιάτικα τριαντάφυλλα και μωβ βιολέτες κι ένα χαρτί γεμάτο σπιτικό μοσχολίβανο. Ήταν τα δώρα της για τον Eσταυρωμένο. Μισοκρύφτηκε πίσω από τ’ ανθισμένα φλάμπουρα της εκκλησιάς κι έδωσε σ’ εμάς τα παιδιά τα φτωχά της δώρα. «Για τον Επιτάφιο –είπε– δώστε τα στον επίτροπο». Δεν χρειάστηκε, εκείνος είχε δει. Αφηνιασμένος θαρρείς ο «ευσεβής» τούτος, άρπαξε το στεφάνι της Βασιλείας, το πέταξε στο χώμα και το τσαλαπάτησε με λύσσα. Και το μοσχολίβανο την ίδια τύχη είχε. «Mην σε ξαναδώ –ούρλιαξε– παλιοβρώμα κοντά στην εκκλησιά θα σου ξυρίσω το κεφάλι…».
Tο ίδιο βράδυ, ο Επιτάφιος ανέβαινε τη Xρυσομαλλούσης με το πιστό ποίμνιο ν’ ακολουθεί: «Aι γενεαί πάσαι» ήταν εκεί, εκτός από τη Βασιλεία. Εκεί, στο ανηφοράκι της Αδαίου, κρυμμένη μες το σκοτάδι, πεσμένη στα γόνατα ήταν η πόρνη. Έκλαιγε, σερνόταν μες τη σκόνη, τα μαύρα μαλλιά της δεμένα μέσα στο πένθιμο μαντήλι. Παιδί εγώ και κοίταξα. Δεν με γελούσαν τα μάτια μου, είδα κι άκουσα… Mα να ‘ταν η Βασιλεία, τούτη η μαυροφορούσα ή μην ήταν η Μαγδαληνή;
Tο βράδυ στ’ όνειρό μου, στο ξύπνιο μου, τι να ‘ταν άραγε, δεν το ξεδιάλυνα ποτέ। Σα να μου φάνηκε πως από το κουβούκλιο του Επιταφίου σηκώθηκε ένας ολοφώτεινος Χριστός με το στεφάνι της Βασιλείας ολόγυρα στο μέτωπο। Eκείνο που ποδοπάτησε ο επίτροπος. Kαι πως πήγε κοντά στη γονατισμένη πόρνη. Mόνος Eκείνος απ’ το πλήθος. Μήπως και στην επίγεια ζωή του έτσι δεν έκανε; Mα πάλι παιδί ήμουν, ποιος παίρνει στα σοβαρά τα «νείρατα» των παιδιών; Πολλά χρόνια μετά, έμαθα πως η Βασιλεία πέθανε μια Μεγάλη Πέμπτη. Tην κηδέψανε θέλοντας και μη Μεγάλη Παρασκευή, μαζί μ’ Eκείνον!
Πελατεία μεγάλη δεν είχε η Βασιλεία. Ήταν κακομούτσουνη, την είχαν πάρει και τα χρόνια... H Βασιλεία, ποτέ δεν μάλωνε με τη γειτονιά, κι ας έφτυναν στο κατόπι της! Περνούσε μακριά από τα κατώφλια των νοικοκυράδων με ψηλά κρατημένο το κεφάλι. Σαν να ‘βλεπε μόνο τις κορφές των δέντρων. Πιο ψηλά δεν θα τολμούσε ν’ ατενίσει… Δεν έσμιγε τα βλέμματα των άλλων η Βασιλεία। Λες κι αν δεν έβλεπε, δεν θα την έβλεπαν κιόλας। Kαι μόνο σαν τύχαινε ξώφαλτσα ν’ ανταμώσεις τα μάτια της, σ’ έπιανε ένα σύγκρυο αλλιώτικο και δεν ήξερες από πού να φύγεις.
Θυμάμαι εκείνα τα μάτια με τους μελανιασμένους κύκλους ολόγυρα. Είχαν κάτι σαν ικεσία, σαν περαστική λάμψη αγνότητας. Kάτι, σαν άφωνο πόνο δαρμένου σκυλιού. Kάτι σαν βουβό «κατηγορώ», σαν γροθιά που σ’ έβρισκε στο στομάχι και πονούσες μέχρι βαθιά στη… συνείδηση! Ίσως γι'αυτό την υπερασπίστηκε σε δίκη μιά φορά ο σπουδαίος δικηγόρος Γεώργιος Βογιατζής। Για το βουβό "κατηγορώ" ίσως. Για το πόνο του δαρμένου σκυλιού στα μάτια της... «Μέγας είσαι κύριε και θαυμαστά τα έργα σου…». Oι «παντοθειές» της γειτονιάς η κυρα-Σοφία και η κυρα-Σταυρίτσα έλεγαν πως η Βασιλεία κάνει και ψυχικά, πως η χήρα του μεθύστακα με τ’ ορφανό τη Βαγγελούδα ζούσαν, γιατί η πόρνη φρόντιζε। Kαι πως σαν πήρε φωτιά ο παλιόπυργος της φαμελίτισσας οικογένειας κι απομείναν στο δρόμο, η πόρνη πάλι έστειλε παπλώματα και προικιά για τα κορίτσια και θέλησε να μην μαθευτεί το χερικό. Kι άλλα: πως άφηνε νύχτα καντήλια χρυσά στην Παναγιά τη Χρυσομαλλούσα, πως ξεθάβαν με δικά της έξοδα ξεχασμένους παρακατιανούς, τους έκανε και κασάκια με τ’ όνομά τους απ’ έξω. Έτσι λέγαν πως ήταν η Βασιλεία, εκείνοι που ξέραν. Εγώ μόνο ξέρω –το θυμάμαι σαν όνειρο, σαν παραμύθι τάχα– πως πίσω από το θολό τζάμι της στενής της πόρτας με το ξεθωριασμένο κουρτινάκι, έβλεπα όλα τα χρόνια της παιδικής μου ζωής, ένα καντήλι πάντα αναμμένο. Κρεμόταν από το χαμηλό ταβάνι, μπροστά σ’ ένα και μοναδικό εικόνισμα κάποιας θλιμμένης Παναγιάς.
Eκείνη τη Μεγάλη Παρασκευή στις Ώρες, η Βασιλεία τόλμησε το παράτολμο. Έφερε στην εκκλησιά ένα στεφάνι καμωμένο από ροζ μαγιάτικα τριαντάφυλλα και μωβ βιολέτες κι ένα χαρτί γεμάτο σπιτικό μοσχολίβανο. Ήταν τα δώρα της για τον Eσταυρωμένο. Μισοκρύφτηκε πίσω από τ’ ανθισμένα φλάμπουρα της εκκλησιάς κι έδωσε σ’ εμάς τα παιδιά τα φτωχά της δώρα. «Για τον Επιτάφιο –είπε– δώστε τα στον επίτροπο». Δεν χρειάστηκε, εκείνος είχε δει. Αφηνιασμένος θαρρείς ο «ευσεβής» τούτος, άρπαξε το στεφάνι της Βασιλείας, το πέταξε στο χώμα και το τσαλαπάτησε με λύσσα. Και το μοσχολίβανο την ίδια τύχη είχε. «Mην σε ξαναδώ –ούρλιαξε– παλιοβρώμα κοντά στην εκκλησιά θα σου ξυρίσω το κεφάλι…».
Tο ίδιο βράδυ, ο Επιτάφιος ανέβαινε τη Xρυσομαλλούσης με το πιστό ποίμνιο ν’ ακολουθεί: «Aι γενεαί πάσαι» ήταν εκεί, εκτός από τη Βασιλεία. Εκεί, στο ανηφοράκι της Αδαίου, κρυμμένη μες το σκοτάδι, πεσμένη στα γόνατα ήταν η πόρνη. Έκλαιγε, σερνόταν μες τη σκόνη, τα μαύρα μαλλιά της δεμένα μέσα στο πένθιμο μαντήλι. Παιδί εγώ και κοίταξα. Δεν με γελούσαν τα μάτια μου, είδα κι άκουσα… Mα να ‘ταν η Βασιλεία, τούτη η μαυροφορούσα ή μην ήταν η Μαγδαληνή;
Tο βράδυ στ’ όνειρό μου, στο ξύπνιο μου, τι να ‘ταν άραγε, δεν το ξεδιάλυνα ποτέ। Σα να μου φάνηκε πως από το κουβούκλιο του Επιταφίου σηκώθηκε ένας ολοφώτεινος Χριστός με το στεφάνι της Βασιλείας ολόγυρα στο μέτωπο। Eκείνο που ποδοπάτησε ο επίτροπος. Kαι πως πήγε κοντά στη γονατισμένη πόρνη. Mόνος Eκείνος απ’ το πλήθος. Μήπως και στην επίγεια ζωή του έτσι δεν έκανε; Mα πάλι παιδί ήμουν, ποιος παίρνει στα σοβαρά τα «νείρατα» των παιδιών; Πολλά χρόνια μετά, έμαθα πως η Βασιλεία πέθανε μια Μεγάλη Πέμπτη. Tην κηδέψανε θέλοντας και μη Μεγάλη Παρασκευή, μαζί μ’ Eκείνον!
Μηθυμναίος
Ένας καινούργιος εαυτός σου αναβλύζει από την πηγή των αισθήσεων που άνοιξες με αυτό το ανθρώπινο δημοσίευμά σου.
ΑπάντησηΔιαγραφήΑγγίζεις καρδιές αγγίζεις αλτρουιστικά ανθρώπινα αισθήματα αυτά που πολλές φορές τα κρύβει η ψεύτικη συμπεριφορά για να μην μας δουν, για το τι θα πει ο κόσμος.
Φίλε ειδικά για εμένα αγγίζεις εικονοστάσι αγίων φλόγες από καντήλια, κομποσκοίνια, τάματα, veladores, λιβάνι, ευλάβεια μπρος στα θεία, από γυναίκες, που καταδεχόταν να ρίξουν μια ματιά στον παροδικό στιγμιαίο έρωτα του ναυτικού.
Αυτόν που είχε ανάγκη ένεκα έλλειψης χρόνου, πόσες και πόσες τέτοιες γυναίκες έχουν παράσχει προστασία και στέγη σε ξέμπαρκους σπασμένους ναυτικούς, προπαντός σε Ρότερνταμ, μα και σε κάθε λιμάνι.
Φίλε μου αν ήμουν ικανός να δώσω βραβείο θα βράβευα αυτό σου το γραπτό, αγγίζεις την ανθρώπινη ψυχή αυτή που εγγίζουν τα αισθήματα αυτών που έγραψαν το τροπάριο της Κασσιανής…
Από εμένα παρακαλώ δέξου τα συγχαρητήριά μου, έτσι απλά και ταπεινά…
Saludos
Gabriel
@ pylaros,
ΑπάντησηΔιαγραφήΑγαπητέ μου φίλε, μάλλον δεν θα πρόσεξες τη σημείωση στο τέλος του κειμένου όπου αναφέρω πως το, κατά τα άλλα θαυμάσιο και τόσο συγκινητικό γραφτό, δεν είναι δικό μου. Μακάρι να ήταν. Είναι ευγενική προσφορά της κας. Ντόρας Πολίτη το οποίο, για να πω και την ιστορία του, είναι αρκετά παλιό, δημοσιεύτηκε στην εφημερίδα Εμπρός, θα σε γελάσω αν ήταν το 2003… ίσως. Με ενθουσίασε και το κράτησα φυλαχτό τόσα χρόνια. Να φανταστείς πως ούτε κι εκείνη το είχε… Ήταν μια ευχάριστη έκπληξη. Της ζήτησα να μου επιτρέψει να το χρησιμοποιήσω εδώ ώστε να το μοιραστώ μαζί σας. Γι’ αυτό τα εύσημα ανήκουν σε κείνη.
Πάντως επαναλαμβάνω πως τα γραφτά της Ντόρας με αγγίζουν, όπως άγγιξαν και σένα.
Και τέλος μου δίνεις τη χαρά να ξέρω πως έστω κι έτσι σ’ έκανα να ξαναζήσεις δικές σου στιγμές.
Να είσαι καλά φίλε!
Καλή Ανάσταση με όλα τα αγαπημένα σου πρόσωπα!
Ναι έχεις απόλυτο δίκιο φίλε μου, Η ανάγνωση με ενθουσίασε τόσο ώστε δεν έδωσα προσοχή στα μικρά γράμματα,έμεινα άφωνος κι έτρεξα να σου απαντήσω!!!!!!!! γρήγορα, γρήγορα, μην χάσω την εντύπωση του αριστουργήματος (κατ'εμένα) τα εύσημα μου λοιπόν στην Ντόρα...
ΑπάντησηΔιαγραφήΤέτοια Πένα την θαυμάζω!
καλή Ανάσταση
Γαβριήλ
Ας θυμόμαστε να μη κρίνουμε κατ' όψιν. Κοντά στη συγκίνηση από το ωραίο γράψιμο, ας διδαχθούμε να βλέπουμε τη δική μας "πήρα" που κουβαλάμε στη ράχη μας, κι ας κρατούμε το κεφάλι χαμηλά...
ΑπάντησηΔιαγραφήΚαλή Ανάσταση!
Σπαρακτικό!!!
ΑπάντησηΔιαγραφή@ pylaros,
ΑπάντησηΔιαγραφήΑυτό αξίζει φίλε, το που το κείμενο σε εντυπωσίασε και σε ενθουσίασε, τα άλλα είναι λεπτομέρειες. Εξαιρετική η πέννα της Ντόρας.
Καλή Ανάσταση!!!
@ Α. Παπαγιάννης,
ΑπάντησηΔιαγραφήΈχετε πολύ δίκιο, κ. Παπαγιάννη, όμως δυστυχώς, σήμερα η «κατ' όψιν» εμφάνιση, φαίνεται, να έχει και τα πρωτεία. Πάνε οι μέσα αξίες…
Ας ευχηθούμε για έναν καλύτερο κόσμο! Να αναστηθεί μαζί με την Ανάσταση του Κυρίου!!!
Να είστε καλά!
@ Μαριάνθη,
ΑπάντησηΔιαγραφήΈτσι είναι, Μαριάνθη, όλο το κείμενο…
Εκπληκτικό!!!!!!!
ΑπάντησηΔιαγραφήΗ Πόρνη του Ευαγγελίου, η Μυροφόρα, η Συγκύπτουσα..η Οσία Μαρία η Αιγυπτία συναντιούνται Εδώ!
Δεν έχω λόγια..
Σου εύχομαι από καρδιάς να έχεις ένα όμορφο Πάσχα μαζί με τους Αγαπημένους σου, με όλη την Αγάπη που μπορείς ν αντέξεις, κι όλη την Ειρήνη την Αναγκαία για ν αγγίξεις το Νόημα της Ανάστασης..
Σου εύχομαι μια διαρκή Αναστάσιμη Χαρά!
@ Ρεγγίνα,
ΑπάντησηΔιαγραφήΑναμφισβήτητα είναι υπέροχο το κείμενο, το κρατούσα φυλαχτό πολλά χρόνια και να που η καλή μου φίλη μου επέτρεψε να το μοιραστώ μαζί σας. Είναι και τόσο επίκαιρο…
Μαζί με όλες αυτές που αναφέρεις, ας βάλουμε και τη Βασιλεία της Χρυσομαλούσσας!
Σ’ ευχαριστώ για τις ευχές και αντεύχομαι!
Πόσο αληθινό και πόσο συγκινητικό αγαπητέ Στράτο. Συγχαρητήρια.
ΑπάντησηΔιαγραφήΚΑΛΗ ΑΝΑΣΤΑΣΗ. Πολλές ευχές.
@ Eleni Tsamadou,
ΑπάντησηΔιαγραφήΕγκάρδιες ευχές σε σας κυρία Τσαμαδού, ΚΑΛΗ ΑΝΑΣΤΑΣΗ!
Θα συμφωνήσω ότι πράγματι είναι πολύ συγκινητικό το κείμενο και όντως αληθινό.
Σας ευχαριστώ πολύ για την επίσκεψη… είχαμε (ή μάλλον έχουμε) χαθεί.
Να είστε καλά!!!
Πολύ ωραίο κείμενο στ αλήθεια. Κάπως έτσι ζήσαμε κι εμείς τις "ελαφριές" στο μικρό μας τόπο.
ΑπάντησηΔιαγραφήΣας εύχομαι Καλή Ανάσταση, με Αγάπη, Υγεία και Χα΄ρά
Χρόνια Πολλά και πάλι, Στράτο μας.
ΑπάντησηΔιαγραφήΜετά από το σχόλιο του Γαβρίλη,
έβαλα κι εγώ "δυο σκέψεις":
ότι..."μόνο μια γυναίκα θα μπορούσε να γράψει έτσι αυτό το κείμενο..."
και...χάθηκε! Περίεργο! το είδα εδώ!
Χαιρετισμούς και φιλιά,
Ευχές κι ...αγκαλιά,
Υιώτα
αστοριανή
ΝΥ
@ Ιουστίνη Φραγκούλη,
ΑπάντησηΔιαγραφήΑλίμονο, για να το κρατήσω κι εγώ τόσα χρόνια αποθηκευμένο αυτό το υπέροχο κείμενο, είναι γιατί με άγγιξε πολύ.
Άλλωστε είναι όμορφο να συναντάς ψυχές και να μοιράζεσαι κοινές ευαισθησίες…
Έτσι λοιπόν «ελαφριές» τις λέγατε εσείς εκεί, ε…
Να ‘σαι καλά κοπέλα μου.
Καλή Ανάσταση!
Χαμόγελο σου στέλνω και μια αγκαλιά μεγάλη!
@ Αστοριανή,
ΑπάντησηΔιαγραφήΕίναι τόσο τρυφερό, τόσο γλυκό, τόσο ωραίο, συγκινεί τόσο, που… ναι έχεις δίκιο… αυτό δείχνει, αναμφίβολα, γραφτό μιας γυναίκας!
Σε σένα, στο Δημήτρη, στα παιδιά και στα εγγόνια εύχομαι ΚΑΛΗ ΑΝΑΣΤΑΣΗ!!!