Επιστρέφω και σεργιανίζω. Σεργιανίζω εκεί που
αιωρούνται σμήνη από σκέψεις. Φτεροκοπάνε και μεταναστεύουν. Πάνε να φύγουν,
τρέχουν, σταματάνε για λίγο, θέλω να τις προλάβω πριν μου ξεφύγουν. Προσπαθώ να
τις συμμαζέψω –σαν να τις «τρυγώ» από ξεραμένο δέντρο στην ερημιά του τίποτα– να τις αραδιάσω, να τις
ξεδιαλύνω και να τις ταιριάξω με το συναίσθημα· να τις κάνω λόγο.
Ξεχασμένες φράσεις –στο
αντιφέγγισμα της σιωπής– επανέρχονται εκτεθειμένες
στη φθορά του χρόνου και στο εφήμερο. Πιάνω το μολύβι, με σκοπό να κρατήσω
σημειώσεις που θα συμπληρώσουν και θα διευρύνουν αυτές που έχω ήδη χαράξει στο
χαρτί.
Επαναλαμβανόμενες φράσεις που θέλουν αγκαλιά. Κάποτε
τις είχα δικές μου, το απόθεμα ήταν επαρκές. Μα τώρα δυσκόλεψαν τα πράγματα,
δεν τις βρίσκω πλέον, παρότι «χώνομαι» ανάμεσά τους –στα τρυφερά της καρδιάς μου
και στα πολύτιμά της– ψάχνοντας εκείνες που περιέχουν μονάχα το «λίγο», το
«λιτό», το «μετρημένο»… Μου αρκούν…