Δείχνει να ’ναι φορτωμένος και πάλι ο καιρός. Με
διλήμματα. Αναποφάσιστος! Κι όσο να πεις μουντό και άχαρο το σκηνικό, όχι, ότι
μας ένοιαξε, αλλά αυτόν έχουμε. Κι ο χρόνος ήρεμος, κυλά χωρίς να αιφνιδιάζει. Συμβιβαζόμαστε. Άλλωστε σε φθινόπωρο βρισκόμαστε…
Και τούτες οι γειτονιές με τα καλώδια –μια χούφτα κόσμος–
«μαχαίρια που αλληλοτροχίζονται». Δεν μείναμε
και πολλοί.
Απογοητευμένοι από την ειλικρίνεια (που πάντα ξεγελάει)
βρίσκουμε –εάν βρούμε– παρηγοριά στο ψέμα. Έτσι εξαργυρώνουμε τα λάθη.
Με το απόθεμα μελαγχολίας που σέρνει ο καθένας δίνει στη σιωπή άλλη
αξία.
Πως αλλάζουν κάποια πράγματα… Πάντα ανάλογα με
τα φεγγάρια και τα κέφια μας. Όσο να πεις, είναι
και εκείνη η υγρασία που μουλιάζει –και τελικά ξεβάφει– λόγια, σκέψεις και
πικρές αλήθειες.
Άλλαξαν τα δεδομένα και οι πρακτικές. Ο καθένας
τραβήχτηκε εκεί που ανήκει. Γίνεται αυτό που
είναι έχοντας την απόλυτη συναίσθηση
ότι αυτό που παίζει στην κιθάρα του είναι το δικό του τραγούδι. Του ανήκει. Κι ολόγυρα ωκεανός δίχως υπόσχεση στεριάς.
Ξεχάστηκα
κι είναι αργά. Σωριασμένες ένα γύρω οι αντιστάσεις... Και παραδίπλα, στην
τσακισμένη σελίδα (κάθε –μα κάθε– φορά πιο αγαπημένη) η Αλκυόνη Παπαδάκη να επιμένει:
Η αγάπη δεν είναι
μπακάλικο.
Να μετράς τι
έδωσες εσύ. Τι εγώ. Τι ο άλλος.
Ή δίνεις την ψυχή
σου και βγάζεις τον σκασμό,
ή κάτσε στη
γωνίτσα σου και μέτρα τι δεν πήρες.