Η τεχνολογία έστρωσε μπροστά μας μια λευκή οθόνη στην
οποία εμείς απλώνουμε τους κρυμμένους θησαυρούς μας: λόγια, συναισθήματα,
σκέψεις, βιώματα, προβληματισμούς. Ό,τι ποθεί η καρδούλα μας. Το πληκτρολόγιο έγινε το δεξί μας χέρι. Χτυπάμε τα πλήκτρα κι ο καθένας γράφει τη δική του ιστορία.
Ενίοτε και τα απωθημένα του… Κι έκτοτε έγινε η οθόνη κοινό τοις πάσι αγαθό και…
καθρέφτης της προσωπικής μας ζωής. «Λάβετε, φάγετε, τούτο μου εστί» η ζωή μου!
Στη βιτρίνα και στη διάθεση όλων συμπεριφορές, ωσάν
εδέσματα «á la carte», για να επιλέξουμε,
μέσα από αυτή την πολυτέλεια που επιτρέπουμε στον εαυτό μας, χωρίς τύψεις,
δίχως βιασύνη, με σκέψη και περισυλλογή, τους αγαπημένους μας. Σ’ έναν
κόσμο απ’ τον οποίο χάθηκε η «εν ανθρώποις ευδοκία», ο χρόνος γίνεται τιμωρός
της σκέψης κι ο χώρος ανοιχτός στης υποκρισίας την υπόσταση. Αλλά πόσο χρόνο
και πόσο χώρο χρειαζόμαστε για να ταιριάξουμε τις λέξεις, ώστε να ’χουν, όχι το
διφορούμενο, μήτε το αμφιλεγόμενο, αλλά το ακριβές νόημά τους; Όπου το
«συγγνώμη» να σημαίνει συγγνώμη, το «φίλε»
φίλε, και το «σ’ αγαπώ» σ’ αγαπώ;
Πόσο διαφορετικά θα ήταν αν… Αν ξέραμε οι άνθρωποι να
ερμηνεύουμε τις ματιές, να κατανοούμε τις σιωπές, να συγχωρούμε τα λάθη, να
προλαβαίνουμε τις πτώσεις, να φυλάμε τα μυστικά και… να κρύβουμε τα δάκρυα. Πώς
γίνεται να λέμε και να εκφράζουμε τα ίδια, αλλά αλλιώς να τα αρθρώνουμε κι
αλλιώς να τα πληκτρολογούμε; Μπορεί να ’ναι μια τυπική λεπτομέρεια, αλλά
μερικές φορές, οι λεπτομέρειες διαμορφώνουν και την ουσία.