Σελίδες

27 Ιαν 2013

Υπέροχη αυταπάτη

Διαβάζω…

Κι από το πρώτο κιόλας φύλλο, μένω γοητευμένος. 

Με την ιστορία του…

Στο δεύτερο παγιδεύτηκα!
Βρέθηκα –κι ακόμα βρίσκομαι– απέναντι στον εαυτό μου 

και ανάμεσα σε διάσπαρτα φύλλα…

Και... καθώς ξεφύλλιζα,
μια σκέψη με μελαγχόλησε:
Αν θα μπορέσω να φτάσω ποτέ στης ανάγνωσης το τέλος…


Βλέποντας, κάθε μέρα απ’ τα κλαριά να ξεκολλάνε φύλλα,
όπως κι απ' τα ημερολόγια…  
Μηθυμναίος

25 Ιαν 2013

Του χρόνου το αντίδωρο...

Στη νιότη μου μάζευα αγριολούλουδα
Τώρα ανώφελες εμπειρίες…



Ό,τι έζησες σε ακολουθεί… σαν τη σκιά σου

Μηθυμναίος

19 Ιαν 2013

Επιστροφές ξανά…

Συνέχεια της προηγούμενης ανάρτησης...

Καθώς ο ήλιος έγερνε στο βάθος τ’ ουρανού κι εκείνη απομακρυνόταν αφήνοντας πίσω τ’ αχνάρια της στην άμμο, άφηνε μαζί και μένα, με ένα τσαλακωμένο χαρτί στο χέρι και… βαθιά μέσα μου μια βουβή θλίψη,. Άνοιξα το γράμμα της και διαβάζοντάς το προσπαθούσα να ερμηνεύσω το γιατί. Έκλεισα τα μάτια για ν’ αφήσω ζωντανή μέσα τους την υγρασία και την λύπη που ένιωθα. Περίμενα λίγο… Δεν γύρισε ούτε μια φορά το βλέμμα της να με κοιτάξει, μέχρι που χάθηκε. Πήρα το δρόμο του γυρισμού. Κόντευα στα πρώτα φοινικόδεντρα. Σ’ ένα απ’ αυτά θέλησα ν’ ακουμπήσω για λίγο… να συνέλθω.

Τότε τον είδα! Κουρνιασμένος στη ρίζα του δέντρου ένας γλάρος, με τη μια φτερούγα του απλωμένη στην άμμο, έδειχνε λαβωμένος. Με μιας μου έκανε εντύπωση το θλιμμένο του βλέμμα… Δε σκιάχτηκε καθόλου με την παρουσία μου. Με αγνόησε επιδεικτικά. Κόντεψα, με φόβο μη τον τρομάξω κι άπλωσα απαλά το χέρι μου να τον αγγίξω. Δεν κουνήθηκε. Τον χάιδεψα θέλοντας να του δείξω πως κι εγώ, σαν κι αυτόν, ήμουν το ίδιο λαβωμένος. Πως δεν ήταν μόνος… είχε ένα σύμμαχο. Για μια στιγμή προσπάθησε να ανασηκωθεί. Άνοιξε τα φτερά του, έκανε λίγα βήματα μήπως πετάξει. Δεν τα κατάφερε. Έστρεψε το κεφάλι του και με κοίταξε ίσα στα μάτια. Το βλέμμα του ήταν θυμωμένο. Μήπως η παρουσία μου τον ενοχλούσε; Μήπως έτσι είναι το βλέμμα των γλάρων; Δεν ξέρω αν ήταν ιδέα μου, όμως βλέποντάς τον μπροστά μου, ασάλευτο για μερικά λεπτά, μου φάνηκε σα κάτι να ήθελε, κάτι να μου ζητούσε. Όμως πώς να επικοινωνήσει ένας γλάρος με λαβωμένο το φτερό μ’ έναν άνθρωπο επίσης λαβωμένο που, μόλις πριν λίγο, είχε χάσει τα δικά του φτερά;
Με δυσκολία έκανε λίγα βήματα προς τη θάλασσα. Τον ακολούθησα. Άρχισε τότε να ανοιγοκλείνει δυνατά τα φτερά του προσπαθώντας να πετάξει. Μάταια! Τον έπιασα στα χέρια μου να τον βοηθήσω, «μια φορά ακόμη, έλα» του ψιθύρισα για να τον παροτρύνω! Έκανε κάτι μικρά πηδήματα, χτύπησε όσο μπορούσε τα φτερά του, αλλά πάλι τίποτα. «Προσπάθησε, μωρέ, θα τα καταφέρεις», του φώναξα! Στην τρίτη προσπάθεια κατάφερε να απογειωθεί. Δεν πήγε όμως μακριά. Έκανε κύκλους από πάνω μου, με τη λαβωμένη φτερούγα να τον δυσκολεύει. Έδωσε μια στροφή ακόμη, στάθηκε, ζύγιασε τα φτερά του, έφερε κι άλλους κύκλους γέρνοντας λοξά, σχεδόν κάθετα με τη θάλασσα, ενώ εγώ τον κοιτούσα χωρίς να τον χάνω από τα μάτια μου. Με μια απότομη κίνηση άρχισε να κουνάει τα φτερά του, να παίρνει ύψος και να ξεμακραίνει. Τον έβλεπα να κατευθύνεται ήσυχα στον προορισμό του. Πετούσε όμορφα παρότι δυσκολευόταν. Κάτι έδειχνε να τον καλούσε προκλητικά. Σήκωσα το χέρι μου σε μια κίνηση αποχαιρετισμού. Άλλος ένας αποχαιρετισμός μέσα σε λίγη ώρα.


Τα βήματά μου βαριά. Στη τσέπη μου ψαχουλεύω το γράμμα της. Η περιπέτεια με το γλάρο είχε σαν συνέπεια να ξεφύγει για λίγο από τη σκέψη μου. Δεν είχα τι να πω και τι να κάνω… Όταν όλα έρχονται έτσι όπως ήρθαν, μονάχα ένας δρόμος υπάρχει. Της σιωπής.

Αναπολώ τώρα πλάνες στιγμές, ένοχες σιωπές, εικόνες αφημένες στο πέλαγος της ψυχής που δεν βρήκαν ποτέ τους καμβά να ζωγραφιστούν και λόγια να ειπωθούν. Κι όπως συνηθίζω να ξεσκονίζω, που και που, τις αράχνες της μνήμης, όλο και βρίσκω κάποιον ιστό που έχει ξεμείνει εκεί. Όπως τούτες οι στιγμές που σήμερα δραπέτευσαν από τις φυλακές της. Και θέλοντας λίγο να γαληνέψω ζητώ βοήθεια από τα μαγικά λόγια αγαπημένου συγγραφέα που λέει: «Η ζωή σου δεν είναι ό,τι έζησες, αλλά ό,τι μπορείς να διηγηθείς. Ό,τι απέμεινε...». Αυτή είναι η περιουσία μας. Ό,τι ζήσαμε, ό,τι θυμόμαστε.
Μηθυμναίος
* Δημοσιεύτηκε στην εφημερίδα Εμπρός της Λέσβου στις 27 Οκτώβρη 2009

13 Ιαν 2013

Επιστροφές…


Πώς να ξεχάσω τις εικόνες εκείνου του ατέλειωτου ορίζοντα, στο τέρμα τ' ουρανού… Σ’ εκείνη την αμμουδιά. Πώς μπορεί να σπαρταρά ακόμη η σκέψη; Κι ας πέρασαν τόσα χρόνια. Φέρνω ξανά την εικόνα της, στην άκρη της θάλασσας, ν’ απομακρύνεται. Με τι λαχτάρα αναδύεται στη ματιά μου εκείνη η γυναίκα που ξελόγιαζε με τις αρμονικές αναλογίες και τις επιδέξιες κινήσεις του κορμιού της κι έκανε να λάμπει ό,τι την πλησίαζε. Με διάπλατη και πλούσια ψυχή, πέρα από μιζέριες και χαμηλώματα. Τα επένδυε όλα σπάταλα, στον εαυτό της. Αυτά είχε, αυτά έδειχνε. Ο ερωτισμός που απέπνεε, ξεχείλιζε, έσταζε και ζέσταινε τον αέρα γύρω της. Ένιωθες στη σάρκα σου να σε ψαχουλεύουν, χαμόγελα, αναπνοές λαχτάρες και πεθυμιές. Άξιζε ένα όνειρο τέτοιο… ακόμα κι αν «επρόκειτο η φωτιά του να σε κάψει».

         «Θέλω να σου πω, πως σήμερα ξανάνοιξα εκείνο το κουτί με το “περιτύλιγμα νοσταλγίας”, ξέρεις, και βρήκα τη φωτογραφία σου. Την είχα εκεί, καλά φυλαγμένη. Την κράτησα στα χέρια μου και την κοιτούσα. Είπα να συγκρατηθώ αλλά δεν άντεξα, κόλλησα τα χείλη μου επάνω της και σου χάρισα ένα φιλί, που τόσο  ποθούσα. Ένιωσα –θέλω να με πιστέψεις–  σα να ’βγαινε κι απ’ τα δικά σου χείλη. Παρότι προσπαθώ να ηρεμήσω, οι χτύποι της καρδιάς μου δεν μ’ αφήνουν. Εκεί μαζί, βρίσκω κι εκείνο το μικρό σου γράμμα. Αυτό με την απόφασή σου. Θυμάμαι, το ’βαλες στη παλάμη μου την έκλεισες σφιχτά, με κοίταξες γλυκά, μ’ αυτά τα εκστατικά μάτια σου, κι άφησες να κυλήσει ένα δάκρυ στο πυρωμένο σου μάγουλο. Άπλωσα το χέρι να το σκουπίσω. Το κράτησες… Δεν μ’ άφησες… Στη Χουντιβάνα ήταν, τη μαγευτική εκείνη παραλία. Θυμάσαι; Πόσα χρόνια πέρασαν… Πόσο νέοι ήμασταν τότε;
          »Μια εξήγηση και μια συγγνώμη… Λίγες οι λέξεις. Γραμμένες με τόσο μικρά γράμματα λες κι όταν τα ’γραφες φοβόσουν μη τυχόν κι ακουστεί ο ψίθυρός τους. Μη μαθευτεί η μυστική και τελική σου απόφαση. Ακόμα υπάρχουν επάνω του τα σημάδια από τα δάκρυά σου. Κατά βάθος δεν το ’θελες κι εσύ, γι’ αυτό έκλαιγες…
         »Τώρα, κρυφά, σκουπίζω τα δικά μου μάτια κι ανιστορώ, πέρα απ’ τη συγγνώμη, πέρα απ’ την απόφαση, πέρα απ’ την κατανόηση… τις στιγμές μας. Από σένα πήρα –και κράτησα– αυτά τα λίγα λόγια και τώρα μ’ αυτά εσύ επιστρέφεις, κουβαλώντας με τη φωτογραφία σου, την ανάμνησή τους. Αναδιπλώνεις το χρόνο. Ξαναμπαίνεις μέσα μου και φωτίζεις τις σκοτεινές γωνιές που έχει αφήσει ο χρόνος. Πόσο κουρασμένες φαντάζουν τώρα οι δικές μου λέξεις. Πόσο ανήμπορες να αποδώσουν τα συναισθήματα που καλούνται να περιγράψουν. Σέρνονται πάνω στο χαρτί προσπαθώντας, αδύναμες, να διώξουν τη σκόνη του χρόνου.
         »Διαβάζω ξανά και ξανά τα λόγια σου σε τούτο εδώ το μικρό χαρτάκι. Τα έγραψες, γιατί δεν είχες το κουράγιο να μου τα πεις. Σε φέρνω και πάλι στη σκέψη μου να απομακρύνεσαι αφήνοντας πίσω τα σημάδια σου στην άμμο. Ο ήλιος, θυμάμαι, χανόταν στον ορίζοντα κι εσύ είχες κομματιάσει την καρδιά σου χαρίζοντάς μου –γραμμένα– τα θρύψαλά της».


Μηθυμναίος

*  Απόσπασμα από άρθρο μου στην εφημερίδα Εμπρός, (20 Οκτωβρίου 2009)

6 Ιαν 2013

Τα «δυστυχώς» και τα υπέροχα «τίποτα»…


Μου αρέσει να περιπλανιέμαι στον περίγυρο της ζωής μου… Στο παραμύθι της… Μου αρέσει να ξύνω και να κρατάω ζωντανές εκείνες τις γλυκές πληγές που ούτε εύκολα κλείνουν κι ούτε θέλω να κλείσουν. Κι ας είναι πληγές… Μου αρέσει να ανασύρω τα επώδυνα συναισθήματα, νομίζοντας πως αυτά με εκφράζουν καλύτερα. (Είναι ωραία τα θλιμμένα κείμενα, ξέρετε, φανερώνουν το χαμένο κομμάτι της αλήθειας μας…). Παράξενη μανία. Εύκολα τη λες και κουσούρι…
Εν τω μεταξύ, όλο και ψάχνω κάτι που να υπακούει στους δικούς μου κανόνες. Κάτι που να μην φυλακίζεται στις άχρωμες αγωνίες και στις αγχωμένες ενοχές, να μην εξαντλείται σε εκπτώσεις και διλήμματα, σε προσδοκίες και σε θαύματα. Συντηρώ και τρέφω μέσα μου μια ρομαντική εικόνα. Κι αυτή βγάζω προς τα έξω. Δε φοβάμαι μήπως και χαλάσει το δείγμα αν εκτεθεί. Έτσι βολεύεται η ψυχή, ξεθαρρεύει και ξεφουρνίζει αδυναμίες. Απ’ όλα μπορεί να δραπετεύσει ο άνθρωπος εκτός από τον εαυτό του.
Αδυναμίες κι αμφιβολίες είχα, απ’ την ίδια τη στιγμή που ξεδίπλωνα όνειρα, κατάστρωνα διαδρομές κι έκανα προβλέψεις για τα μελλούμενα. Πως θα μπορούσε να ήταν έτσι, αλλά θα μπορούσε κι αλλιώς… Γράφω κι αναρωτιέμαι μήπως όλα αυτά δεν ήταν αληθινά, παρά καμώματα της σκέψης που τώρα καθρεφτίζονται μπροστά μου; Πόσες φορές δεν παίρνω τα ψηλώματα, να δω από ’κει πάνω τα χνάρια μου, από πού έρχονται, πού πάνε και γιατί. Οδυνηρό το συναίσθημα, όταν ο χρόνος θαμπώνει την εικόνα.
Έτσι χάνομαι στη σκέψη: αν διάλεξα τη σωστή ή τη λάθος ρότα για το απάνεμο λιμάνι μου. Το ίδιο χάνομαι και στη μετάφραση της αμετάφραστης ζωής μου, που μου ήρθε, όπως την προόριζε για μένα ο Θεός. Ας πούμε βολική. Τη χώρεσα σε όσα μπόραγα κι όσα άντεχα… κι έκανα το σταυρό μου. Διατήρησα την αξιοπρέπειά μου σε κάθε αντιξοότητα της ζωής… Μέσα από ένα σωρό υπέροχα «τίποτα», ζητούσα απαντήσεις σε κάτι επιπόλαια «γιατί», λες κι η ζωή χρωστούσε να μου δώσει λογαριασμό. Κι όμως, σαν οδοστρωτήρας –με ή δίχως τη συγκατάθεσή μου– τα πήρε όλα και τα σήκωσε, και τώρα… μπάζει από παντού. Έτσι τα «πάντα» έγιναν «τίποτα» και «δυστυχώς». Τελικά, είμαστε το αποτέλεσμα των επιλογών μας.
Πόσο θέλω να μπω και να βγω απ’ το μυαλό, νικητής… Να πιστέψω πως οι όμορφες στιγμές, οι όμορφες εικόνες κι οι όμορφες αναμνήσεις δεν μπορούν να 'ναι οι απαντήσεις. Δεν αρκούν. Αν δεν έχει βασανιστεί κάτι μέσα σου, αν αυτό που μέχρι χτες ήταν ο εαυτός σου, σήμερα μοιάζει λίγο ξένο. Αν ο κόσμος σου δεν είναι πιο ευρύχωρος, οι αποχρώσεις κι οι εκδοχές του πιο πολλές, τίποτε δε μένει. Ένας απλός συλλέκτης άχρηστων εμπειριών έμεινες, φίλε, που δεν υποψιάστηκε ποτέ την κρυφή πλευρά των πραγμάτων. Που δεν δοκίμασε να την καταλάβει.

Μηθυμναίος
*  Διασκευασμένο απόσπασμα από το ομώνυμο άρθρο μου