Σελίδες

30 Νοε 2014

Ύμνος στην ελιά, δέντρο-σύμβολο της ελληνικής γης…

Η Ελιά της Ελλάδας, πάντα δεμένη με τους μύθους...

Ένα υπέροχο οπτικό ταξίδι στους ελαιώνες της Κρήτης γεμάτο μνήμες, συγκίνηση, και την ψυχή της  Ελλάδας.
«The Olive Tree Will Always Be Here», δηλαδή «Η ελιά θα είναι πάντα εδώ» ο τίτλος του ολιγόλεπτου φιλμ, δημιουργία της Indigo View για την ελληνική εταιρεία εξαγωγών προϊόντων ελιάς και ελαιολάδου GAEA.
Ένας ύμνος στο δέντρο-σύμβολο της ελληνικής υπαίθρου. Μια ταινία μικρού μήκους για την σημασία της ελιάς για τους Έλληνες με αισθητική τελειότητα, δύναμη και ευαισθησία.

Μαγικές κινηματογραφικές εικόνες από μια φθινοπωρινή Κρήτη και από πρόσωπα βγαλμένα από μια άλλη εποχή.




25 Νοε 2014

Άρωμα νοσταλγίας κι εκείνα τ’ άπιαστα «θα»…

Είναι κάποια παρατημένα άλμπουμ ή κάτι κιτρινισμένα κουτιά όπου μέσα φυλάμε παλιές φωτογραφίες. Όλοι τα έχουμε. Είναι η ανάγκη που έχει ο άνθρωπος να διατηρεί το δικό του παρελθόν μέσα σ’ αυτά. Εκεί παλιώνει ο χρόνος μαζί με τα πρόσωπα, τις ημερομηνίες και τις αναμνήσεις. Έτσι ανάκατα.


Οι φωτογραφίες σαν στοιχειωμένα ίχνη, μου προσφέρουν τη δυνατότητα να βρίσκω εκεί τους ανθρώπους μου, τους φίλους μου, πρόσωπα που έχω λησμονήσει κι άλλα που δεν υπάρχουν πια. Στιγμές, γεγονότα, σπίτια, τόπους… Κοιτώντας τα, ξανά και ξανά, καταλαβαίνω ότι πολλά έχουν αλλάξει. Άλλαξα καταρχήν εγώ. Οι παλιές φωτογραφίες, για πολλούς είναι ενθύμια, για άλλους λάφυρα… 
Πιάνω τον εαυτό μου, συχνά, με μια νοσταλγική επιθυμία να τ’ ανοίξω, να τα ψάξω. Να θυμηθώ… Άνοιξα προ ημερών, ένα τέτοιο κιτρινισμένο κουτί με παλιές φωτογραφίες κι αμέσως ξεχείλισε τριγύρω μου ένα άρωμα νοσταλγίας. Άρωμα άλλων εποχών. Σ’ αυτό το μικρό κουτί, συνάντησα φυλαγμένη την ασήμαντη ρότα της ζωής μου. Τον απόηχο των ονείρων μου. Τα υστερόγραφά τους.

Πώς καταφέρνω πάντα να επικεντρώνω την προσοχή μου στα υστερόγραφα, ακόμα δεν το έχω εξηγήσει. Πώς σ’ ένα τόσο δα μικρό κουτί χώρεσαν τόσες στιγμές, ακόμα δεν το ’χω καταλάβει. Με τάραξαν αυτές οι παιδικές μου στιγμές που… ξαναζούσα. Τις περνούσα μια μια όπως ακριβώς τις είχε περάσει κι ο χρόνος. Όλες κάτι είχαν να μου διηγηθούν. Τις χάιδευα. Ποτέ δεν χάιδεψα έτσι μια ανάμνηση. Ποτέ δεν ακούμπησα το χέρι μου, με τέτοιο τρόπο, σε κάτι που πια δεν υπάρχει.

           Σε πολλές, έβλεπα τη δική μου φιγούρα, τα διάφορα πορτρέτα του εαυτού μου, ιδίως σ’ αυτές της εποχής λίγο πριν ξενιτευτώ. Όταν έκανα όνειρα, θέλοντας να πιάσω όλα εκείνα τα φανταστικά, τα… άπιαστα «θα» της ζωής μου. Όταν έδινα, στον εαυτό μου, τις μάταιες υποσχέσεις, φωναχτά και μ’ ένα απίστευτο θράσος: «Άμα μεγαλώσω, θα πάω, θα κάνω, θα δείξω, θα φτάσω, θα πάρω, θα έχω, θα είμαι, θα γίνω… Θα γίνω… ».


Απόψε καίω τις παλιές φωτογραφίες


Μηθυμναίος

22 Νοε 2014

Σε πλήρη σύγχυση…

         Είναι κάποια πράγματα που συμβαίνουν στη ζωή μας ξαφνικά κι απρόσμενα. Δεν ξέρεις πώς να τα δεχτείς και τι αποφάσεις να πάρεις. Απλά περιμένεις αμήχανος κι ανήμπορος γιατί δεν μπορείς να κάνεις τίποτα, καμιά απόφαση να πάρεις. Αλλιώς ήταν τότε, όταν νέοι θέλαμε να πάρουμε τη ζωή στα χέρια μας κι άνοιγαν μπροστά μας, σε κάθε μας βήμα, μονοπάτια, σταυροδρόμια με κατευθύνσεις κι ενδείξεις διαφορετικές. Και το κρίσιμο δίλημμα: ποιο ν’ ακολουθήσεις; Ποιο να ’ναι το σωστό; Τίνος προσταγή να ακούσεις, του νου ή της καρδιάς. Δυο τόσο σημαντικά όργανα –καρδιά και μυαλό– μα… τόσο «ξένα» μεταξύ τους. Κι αν το μονοπάτι που τελικά διάλεγες σ’ οδηγούσε σε αδιέξοδο, χαρά στο πράγμα, ήσουν νέος, η απογοήτευση ξεπερνιόταν, είχες απόθεμα δυνάμεων, τις μάζευες και… πάλι απ’ την αρχή. Τότε ναι. 
Η επιλογή, η όποια επιλογή τελικά, ήταν φυσικά δική σου. Τη δεδομένη στιγμή αυτό φάνταζε σωστό, αυτό έκανες. Αυτή την απόφαση πήρες. Με το νου ή με την καρδιά, τι σημασία έχει τώρα; Τι θα γινόταν αν;… Αναρωτιέσαι. Αν διάλεγες το άλλο μονοπάτι; Προσωπικά ήμουν και είμαι απ’ τους ανθρώπους που πάντα έδινα και δίνω τον πρώτο λόγο στην καρδιά. Φυσικά, αν δεν δώσει εντολές το μυαλό τίποτα δε σαλεύει, αλλά και η καρδιά αν δεν κάνει εκείνο το ρημάδι το τικ-τακ σταματάνε τα πάντα. Γι’ αυτό λένε πως η καρδιά γνωρίζει καλύτερα αυτά που η λογική αγνοεί! Κι εγώ με της καρδιάς την πυξίδα στο χέρι, έλεγα: τράβα μπροστά να χαθείς, έτσι κι αλλιώς τα όνειρα δεν είναι μπροστά, ούτε πίσω, μήτε δίπλα μας… Ταξιδεύουν μέσα μας! 
Τα χρόνια, ωστόσο, περνάνε κι εμείς αλλάζουμε. Οι δρόμοι που διαβήκαμε, τα σοκάκια που σεργιανήσαμε, τα όνειρα, οι επιθυμίες και οι αποφάσεις που πήραμε, αποτέλεσμα δικών μας επιλογών ήταν. Άφησαν, ασφαλώς, κάποια σημάδια μέσα μας να μας θυμίζουν τα σωστά ή τα λάθη… Τις εμπειρίες. Τη ζωή μας ολάκερη... Και την ελπίδα να μη ξαναγίνουν τα ίδια λάθη. Απλά, να γίνουν… άλλα λάθη…
Κι όταν βλέπεις, πλέον, πως ο δρόμος που έχεις αφήσει πίσω σου είναι πιο μακρύς από τον λίγο που έχεις μπροστά σου, χρειάζεται πολύ κουράγιο και αρκετή δύναμη για να συνεχίσεις να κυνηγάς τα όνειρα του μέλλοντος, αυτά που δικαιούσαι και σου αξίζουν…

Εν τω μεταξύ, απ’ το παράθυρό μου ατενίζω στον ορίζοντα αραιές νεφώσεις, ενώ ο υπόλοιπος ουρανός χαμογελάει από το πρωί. Κι εγώ παραμένω εδώ μετέωρος. Και… σε πλήρη σύγχυση.

12 Νοε 2014

Όταν η σιωπή γεννά, βγάζει τραγούδια...

Ο ουρανός ανάβει τα φώτα, τίποτα πια δεν θα 'ναι όπως πρώτα.
Ξημέρωσε πάλι. Κι έχεις χαθεί...
Άδεια η ψυχή μου το δωμάτιο άδειο κι απ’ το όνειρό μου ακούω καθάριο
το λυγμό σου να λέει: Όνειρο ήτανε, όνειρο ήτανε...
Μην ξημερώνεις ουρανέ...
Όνειρο ήτανε-Χάρις Αλεξίου

Ανάμεσα στο γέλιο και το δάκρυ φεύγουν οι μέρες μα δε βρίσκουμε την άκρη…
Ανάμεσα στο γέλιο και στο κλάμα συνάντησα και το δικό σου θαύμα…
Ανάμεσα στον ήλιο και τη μπόρα εκεί βρεθήκαμε κι εμείς σε λάθος ώρα…
… ανάμεσα στον ήλιο και τη μπόρα
Ανάμεσα στο γέλιο και το δάκρυ-Βασίλης Σκουλάς

Κοίτα εγώ αν θες να ξέρεις είμαι όλα αυτά που αναφέρεις
Μόνο που κάπου κατά βάθος όποιος με ξέρει κάνει λάθος
Του το κρατάω αυτού του κόσμου που δε μου ανήκει ο εαυτός μου
Γι’ αυτό τα δίχτυα που του ρίχνω είναι όσα θέλω εγώ να δείχνω
όποιος με ξέρει κάνει λάθος
Κοίτα εγώ-Νατάσα Μποφίλιου-Γιάννης Χαρούλης


Όταν ο Θεόφιλος, ο γνωστός λαϊκός ζωγράφος μας, ήταν στο Πήλιο, ένας ταβερνιάρης του ζήτησε να ζωγραφίσει στο ντουβάρι ένα άσπρο, περήφανο άλογο.
«Λυτό ή δεμένο το θες;» ρώτησε ο Μυτιληνιός.
«Τι διαφορά έχει;» αποκρίθηκε ο πονηρός Θεσσαλός.
«Λυτό κάνει είκοσι και δεμένο εκατό» διευκρίνισε.
Ο πελάτης τού ανέθεσε να φτιάξει το φθηνότερο· ηλιθιωδώς καθώς ο ζωγράφος, ούτως ή άλλως, δεν έπαιρνε πολλά και πληρωνόταν συνήθως εις είδος.
Δεν πέρασε πολύς καιρός και ο Θεόφιλος ξαναπέρασε απ’ το μαγαζί. Ο κάπελας του παραπονέθηκε πως το άτι ξεβάφει, τόσο ώστε κοντεύει να εξαφανιστεί απ’ τον τοίχο.
«Λυτό δεν το παρήγγειλες;» απόρησε ο καλλιτέχνης.
Κάπως έτσι ξεθωριάζουν οι αγάπες μας, οι φιλίες μας ακόμα και τα λόγια μας…
Μηθυμναίος

6 Νοε 2014

Σαντορίνη - Η αμπελόεσσα νήσος, του Δημήτρη Ταλιάνη


Η Σαντορίνη της λάβας, του ηφαιστείου, της θηραϊκής γης, της εκκλησιάς και των κακοτράχαλων σκαλιών, η Σαντορίνη του κρασιού και της κάναβας, της βεντέμας και του αμπελιού, η Σαντορίνη πέρα από το τουριστικό σκηνικό και την τρομακτική εκμετάλλευση είναι ακόμα η Σαντορίνη του μόχθου και της αγωνίας, η Σαντορίνη της αναμέτρησης με την επιβίωση και την ομορφιά, των φυσικών γλυπτών που σχηματίζουν κάτω από τον καθάριο ουρανό της οι αμπελιές και του οίνου ή πιο απλά, η Σαντορίνη της φωτογραφικής ματιάς του Δημήτρη Ταλιάνη.
Λένε πως κάθε τόπος αποπνέει κάτι από το πνεύμα του και έγκειται στον εκάστοτε δημιουργό να μπορέσει να το ανακαλύψει για να δώσει πνοή στο έργο του και να ενσωματώσει σ’ αυτό την αλήθεια του τόπου. Στον καλαίσθητο αυτό τόμο που μόλις κυκλοφόρησε από τις εκδόσεις Τοπίο ο Δημήτρης Ταλιάνης παραθέτει μια σειρά φωτογραφιών που στοχεύουν στην ανάδειξη της πραγματικής ψυχής του νησιού, του πραγματικού του πνεύματος. Γιατί μακριά και πέρα από το τουριστικό εκβαρβαρισμό που μοιραία προσβάλλει το νησί κάθε καλοκαίρι, η Σαντορίνη παραμένει ακόμη εκείνη η πέτρινη συμπάγεια, πλημμυρισμένη από χείμαρρους φωτός, ένας γαλήνιος τόπος καθαρότατης διαύγειας, τυλιγμένος στην αχλύ ενός ηφαιστειακού γίγαντα, καταδικασμένου να ορίζει το κράτος της ομορφιάς στην απεραντοσύνη του Αιγαίου. Και το κρασί της, παρασκευασμένο επί αιώνες με τον ίδιο απαράλλαχτο τρόπο, ρέει στο άνυδρο σώμα της σαν αρτηρία ζωής , μια αόρατη αορτή που πάλλεται για να διατηρήσει την ψυχή της ολοζώντανη και ταυτόχρονα οριοθετεί το πνεύμα του τόπου.


Τριάντα χρόνια τώρα ο Δημήτρης Ταλιάνης με μοναδικό του όπλο τον φωτογραφικό του φακό και σύμμαχο το μεσογειακό φως που τυλίγει το νησί απ’ άκρη σ’ άκρη, καταγράφει τις μέγιστες και ελάχιστες φωτεινές  διακυμάνσεις του νησιωτικού ορίζοντα και μαζί του το θρίαμβο της φύσης, που δοκιμάζεται από τα στοιχειά και καταφέρνει αλώβητος να βλαστήσει την ελπίδα πάνω στο εξαιρετικά τραχύ σώμα του νησιού.
Οι αμπελώνες του Δημήτρη Ταλιάνη μοιάζουν να στέκονται λαγαροί και ρωμαλέοι στις θηραϊκές πλαγιές, τα καλάθια ξεχειλίζουν από πυκνοδομημένα τσαμπιά σταφυλιών, τα κοφίνια παραταγμένα μπροστά στη θάλασσα μυρίζουν θαλασσινό αλάτι και νοτιά, τα σταφύλια λιάζονται κάτω από τον ίδιο ήλιο που φρυγανίζει τα πάντα και το «κρασί το ξανθό με την κηλίδα του ήλιου» ξεκουράζεται μέσα στα δρύινα βαρέλια, τα παγωμένα από την υγρασία της υπόσκαφης κάναβας, λίγο πριν εμφιαλωθεί από τις γνωστές οινοπαραγωγικές οικογένειες του νησιού.

Στην παλάμη του αμπελουργού, το δικό του τρόπαιο,
ένα τσαμπί σταφύλι μαυροτράγανο, ποικιλία λαχταριστή

Μέσα στις σελίδες του φωτογραφικού αυτού λευκώματος η εναλλαγή των εικόνων εντείνει τη χρωματική ικμάδα της παλέτας του φωτογράφου και αναδεικνύει το μόχθο του ανθρώπου να διαφεντέψει τη γη και να αντλήσει τον μαγικό καρπό. Τα χέρια είναι βουτηγμένα στους χυμούς των ποικιλιών του σταφυλιού, βαμμένα από τη βεβιασμένη σύνθλιψη του καρπού, τσακισμένα από την οδύνη του ακάματου τρύγου και πρησμένα. Είναι χέρια που δουλεύουν αχόρταγα να τραβήξουν όση ζωή μπορούν από το ξερακιανό σώμα του νησιού. Μοιάζουν με τα ξερά φύλλα που φωτογραφίζει ο Ταλιάνης στο νησιωτικό φθινόπωρο. Τα κοκκινισμένα και γεμάτα στίγματα, έτοιμα να σπάσουν ή να κοπούν σε κάθε φύσημα ανέμου.  Έχουν κι αυτά παλέψει με την πρωινή αύρα, με τις ελάχιστες βροχοπτώσεις και την ανυδρία, με το αργιλώδες χώμα και τους βοριάδες. Έχουν παλέψει με τη ζωή και με την συνέχιση μιας πρακτικής που  συνεχίζεται αναλλοίωτα ως τις μέρες μας ολόιδια όπως και στην αρχαιότητα.
Ασύρτικο, αθήρι μαντηλαριά, και οι τρυγημένοι καρποί τους καταγράφονται με ευαισθησία. Τραγανές στάλες ζωής, με συναγμένο το φως του ήλιου μέσα τους οι ρόγες των σταφυλιών μοιάζουν να πάλλονται ολοζώντανες κάτω από τον δυνατό ήλιο και μέσα στα κοφίνια που με τόση μαεστρία πλέκονται ξεκουράζονται πριν πάρουν θέση με τη σειρά τους στο λιάσιμο του καρπού κι από εκεί στο οινοποιείο που, τις περισσότερες φορές, είναι λαξεμένα στους βράχους του ηφαιστειογενούς νησιού, σύμφωνα με το οικιστικό πρότυπο του νησιού ή απλώς την αμυντική του οχύρωση απέναντι «στην έμπνευση της όστριας» ή του εγκέλαδου.

Ο Δημήτρης Ταλιάνης υπογράφει με το ταλέντο του ένα ακόμη φωτογραφικό λεύκωμα που δεν έχει καμιά σχέση με τα βιβλία για το κρασί ή τα σχετικά με κάποιο τόπο. Η ποιητική διάσταση της φωτογραφίας του και των μαγικών συνθέσεών του γίνονται η αφορμή για ένα ακόμη ταξίδι του νου στα μονοπάτια της ποιητικής ελευθερίας που δίνει η εικόνα. Ο φωτογραφικός φακός ανοίγει και οι φωτοευαίσθητες επιφάνειες γίνονται το απαραίτητο πεδίο πάνω στο οποίο αποτυπώνεται ο όγκος, το χρώμα και το σχήμα της βακχικής πλευράς του νησιού, έτσι όπως τον ένιωσε ο δημιουργός αυτού του βιβλίου.
Άλλωστε, την ελάχιστη στιγμή που αρκεί να ανοίξει ο φωτοφράχτης μιας φωτογραφικής μηχανής, για να καταγράψει  μια εικόνα και να τη μετατρέψει σε παγωμένη μνήμη, η φωτογραφία γίνεται ένας μοναδικός τρόπος εξωτερίκευσης αισθημάτων και συγκινήσεων. Ο Δημήτρης Ταλιάνης γνωρίζει πολύ καλά να μετατρέπει σε τέχνη τις ελάχιστες αυτές στιγμές εξωτερίκευσης των συναισθημάτων και να γοητεύει με τις αλήθειες που καταγράφει τον θεατή του προκαλώντας κινήματα ψυχής και αισθητικές συγκινήσεις.


Το βιβλίο διανθίζεται από κείμενα του Πάνου Θεοδωρίδη σε επιμέλεια του Διονύση Καρατζά. Την καλλιτεχνική επιμέλεια υπογράφει η Γαβριέλλα Μαυρίδη.

Αναδημοσίευση από το: http://www.culturenow.gr/

Συμπληρώνω με το παρακάτω κείμενο από την Καθημερινή. Είναι υπέροχο! Διαβάστε το εδώ:


1 Νοε 2014

«Έβγαλε βρώμα η ιστορία ότι ξοφλήσαμε…»

Μεσήλικες. «Το παρατράγουδο στα ωραία άσματα». «Το λάθος μες το κεφάλαιο του λάθος λήμματος». Έτσι τους θέλουν οι στίχοι του Κώστα Τριπολίτη. Πρόσωπα που βιώνουν συχνά το αφόρητο βάρος μιας μελαγχολίας. Φορείς μιας ευαισθησίας, ενός ρομαντισμού που αλίμονο, πολλές φορές, δεν μπορεί να κατανοηθεί. Παρεξηγημένοι. Συνεχώς επικρίνονται από τις νεότερες γενιές επειδή, οι περισσότεροι, δεν προσαρμόζονται εύκολα, στο σύγχρονο κόσμο. Εντούτοις, εκείνοι αποδέχονται τις ευθύνες για όλα όσα έχουν κάνει δίχως να κατηγορούν κανέναν γι’ αυτό. Κατά βάθος βέβαια, οι νέες γενιές δεν τους βλέπουν με συγκατάβαση. Χάσμα γενεών; Ίσως...


Έλαβα τις προάλλες ένα μήνυμα, μια συγκινητική απολογία, ένα εκρηκτικό ξέσπασμα  από έναν «ανώνυμο μεσήλικα "φίλο"», που μου έκανε τρομερή εντύπωση. Το παραθέτω αυτούσιο:

«Θα ήθελα να σας πω μερικά πράγματα για τη γενιά μου. Εμείς, μακρυμάλληδες νέοι τότε, κάναμε πρωτοποριακές, τολμηρές και επικίνδυνες κινήσεις. Ήμασταν η γενιά της Rock μουσικής και κουλτούρας, του Woodstock, των Beatles, του Μάη του 68, του Πολυτεχνείου... Που πραγματοποιήσαμε μια ριζική σεξουαλική επανάσταση. Εναντιωθήκαμε στις αποκαλούμενες παραδοσιακές αξίες. Όμως, σε καμία περίπτωση, δεν ήμασταν εμείς που αποβάλλαμε μερικά πράγματα από τη ζωή. Όπως τη μελωδία από τη μουσική. Το ταλέντο, την εφευρετικότητα, την  ευστροφία από τις καλλιτεχνικές δημιουργίες. Την καλή φωνή από το τραγούδι. Την υπερηφάνεια για την εξωτερική μας εμφάνιση. Την ευγένεια και τον σεβασμό στο οδήγημα. Ακόμα το ρομαντισμό στις σχέσεις αγάπης και την πίστη στο δεσμό. Την ευθύνη στην πατρότητα. Την οικογενειακή θαλπωρή. Την προτίμηση και την αγάπη για τον το πολιτισμό. Το πατριωτικό συναίσθημα και την απόρριψη στη χυδαιότητα. Δεν ήμασταν εμείς εκείνοι που αποβάλλαμε τη διανοητική συμπεριφορά. Τον εξευγενισμό της γλώσσας. Την αφοσίωση στη λογοτεχνία. Τη σύνεση στη κατανάλωση, Τη φιλοδοξία ώστε να κατορθώσει κάποιος να είναι κάτι στη ζωή...
»Κι όμως, παρόλα αυτά, ακόμα μπορούμε να διηγηθούμε ιστορίες... κι ας τις ξεχνάμε και τις επαναλαμβάνουμε αρκετές φορές. Μην θεωρείτε ότι έχουμε γίνει επιθετικοί, αδιάλλακτοι και γκρινιάρηδες. Απλά, κατανοήστε ότι είμαστε σε μια ηλικία που μερικά πράγματα δεν τα “πάμε”, δεν μας αρέσουν... Δεν μπορούμε και δεν αντέχουμε τη συμφόρηση στη κυκλοφορία, ούτε τη κοσμοσυρροή, ούτε την υψηλή ένταση στη μουσική, ούτε τα παιδιά που φωνασκούν, ούτε τα σκυλιά που γαβγίζουν, ούτε τους πολιτικούς που ουρλιάζουν, ούτε κι άλλα τόσα πράγματα που τώρα δεν θυμάμαι. Τώρα επιθυμώ να απολαμβάνω τη ζωή, παρέα με αγαπημένα πρόσωπα, δικούς και φίλους, να ακούω απαλή, ακόμα και ροκ μουσική, Έλβις, Beatles, Tom Jones, κ.λπ. Κι ας λέει ο στίχος: “έβγαλε βρώμα η ιστορία ότι ξοφλήσαμε...”.
»Σήμερα, το σύστημα δημιουργεί “μορφωμένα” κι “έξυπνα” παιδιά, αλλά γεμάτα φόβους. Δεν χαίρονται την ηλικία τους. Ζουν μια πραγματικότητα που τρέχει με ιλιγγιώδη ταχύτητα και πολλές φορές ζαλίζει! Δεν καμαρώνω για τον τρόπο ζωής τους και τις αναζητήσεις τους. Όχι, δεν με εμπνέει περηφάνια η εποχή, μήτε οι άνθρωποί της. Είναι όμως η δική τους πραγματικότητα. Έχει έρθει η σειρά τους να ”φτιάξουν” τον κόσμο, με τους δικούς τους κανόνες. Ο ρομαντισμός, τα καρδιοχτύπια, η αγωνία... όχι ότι δεν υπάρχουν... ή ότι στερούνται ποιότητας. Όλα υπάρχουν, ακόμα. Απλά εκφράζονται διαφορετικά... με άλλες λέξεις και άλλους τρόπους... που ίσως, εμείς οι πιο μεγάλοι, να μην τις κατανοούμε. Απλό δείγμα, ότι τώρα τα e-mail αντικατέστησαν την αλληλογραφία, τα sms τα τηλεγραφήματα, τα Blogs τα ημερολόγια. Είναι απλά η εξέλιξη. Την κατανοούμε. Αυτά ήθελα να σας πω».

Το διάβασα κι έμεινα σιωπηλός να σκέπτομαι, με μια πικρή μελαγχολία, ότι αυτή η γενιά, που είναι και η δική μου είχε τοπίο να ονειρεύεται. Όραμα ν’ ακουμπήσει. Είχε υλικά για να πλαστεί, είχε σχήμα, μορφή, φωνή, αξίες πολλές. Κι αυτή η γενιά αμφισβητήθηκε από την προηγούμενη, έτσι είναι αυτά: χαρακτηριστικά της κάθε εποχής. Σημάδια ενός τρόπου ζωής, στοιχεία που προσδιορίζουν το ποιοι είμαστε, τι στόχους και τι ανάγκες έχουμε, τι περιεχόμενο δίνουμε στο σημαντικό και στο ασήμαντο.
             Οι γενιές αλλάζουν, αλλάζουν και οι συνήθειες, ίσως όμως να ’ναι και τα μάτια μας που αλλάζουν, κι έτσι τα βλέπουμε όλα διαφορετικά... κι αυτή η δική μας ματιά, πότε θολή, πότε καθάρια, δεν παύει να αναζητά ό,τι ονειρεύτηκε, ό,τι χάθηκε, ό,τι μπορεί ακόμα να φανεί σαν ελπίδα...


Γιώργος Νταλάρας-Ανεμολόγιο (Έβγαλε βρώμα η ιστορία ότι ξοφλήσαμε)


Μηθυμναίος