Σελίδες

3 Ιουν 2018

Ό,τι είπαμε απόψε εδώ, παρακαλώ ας μείνει μεταξύ μας…

              Κυριακή βράδυ, με τη βραδύτητα που μερώνει τον άγριο χρόνο παρακολουθώ ή μάλλον μετράω τ’ άστρα. Όπως κι ο Μέλιος του Λουντέμη. Όσα απόμειναν στον καθ’ όλα καθαρό ουρανό. Καταδεχτική νύχτα. Ιδανικό αντίδοτο στη γενική ξεραΐλα. Στιγμές που περνάν και χάνονται. 


Σ’ αυτό το ενδιάμεσο της νύχτας –έρεισμα μνήμης και απαντοχής– μπερδεύονται οι σκέψεις με τις επιθυμίες κι εγώ αναλογίζομαι τη ζωή μου. Τη ζωή που δεν σταματά, προχωρά και μας σαρώνει… Και… είναι τότε που, θέλεις δε θέλεις, αντιλαμβάνεσαι πόσο έχεις μεγαλώσει, πόσο έχεις παλιώσει, πόσο έχεις ξεθωριάσει… Μαζί της.
Άλλες εποχές, σ’ ένα τέτοιο δικό μου «εδώ και κάπου», διάβαζα, έγραφα, σημείωνα τα ταπεινά κι ασήμαντα που κατά καιρούς έγραφα. Τώρα περιμένω να έρθουν μόνες τους οι λέξεις, οι φράσεις, τα ουσιαστικά, τα επίθετα, τα ρήματα κι οι στίχοι μέσα από τις σιωπές και τα απέραντα διαστήματα των άστρων.
Συνδέω αυτά τα κενά διαστήματα ανάμεσα στα άστρα και φιλοτεχνώ, με τη φαντασία κι έναν ιδιαίτερο τρόπο, εικόνες απ’ όσα έζησα κάνοντας τη ζωή μου θέαμα σε όλες τις εκφράσεις και εκφάνσεις της. Και να σου στο μυαλό ο στίχος: «απ’ όλα μπορείς να σωθείς, εκτός από την νοσταλγία σου για κάτι πολύ μακρινό, που δεν το θυμάσαι» του αγαπημένου ποιητή Τάσου Λειβαδίτη. Το τόλμησα –δεν είναι ιεροσυλία– τον περίμενα.
Όλα, λοιπόν, εδώ (στο δικό μου εδώ) μπερδεύονται γλυκά κι ανώδυνα γίνονται εικόνες. «Το σωστό μέρος είναι εκεί που σταματάς να αναρωτιέσαι τι ώρα είναι». Και είναι ακριβώς τούτη η ώρα.
Νιώθω μια βαθιά ανάγκη να γεμίσω ξανά με κόκκινο κρασί το άδειο ποτήρι που άφησα δίπλα μου.

Υ.Γ. Ό,τι είπαμε απόψε εδώ, παρακαλώ ας μείνει μεταξύ μας.