Σελίδες

19 Ιουν 2018

Μπορεί, δε λέω…

Η ροή του χρόνου με πάει μια μπρος - μια πίσω κι όπως πάω να συνοψίσω μέσα μου μια κατάσταση, μια συμπεριφορά, ένα χαρακτήρα, αναδύεται μόνη της και πάλι –συνηθισμένη και καλόδεχτη πάντα– μια ταλαιπωρημένη αίσθηση από αναμνήσεις. Το παρελθόν μου. Νυν και αεί!
            Θα έχετε διαπιστώσει, φυσικά, ότι αυτό το παρελθόν δεν το ξεφορτώνομαι εύκολα. Και πώς να το κάνω άλλωστε αφού αυτό με έθρεψε, μου χάρισε και μου δίδαξε πολλά. Η σχέση μου είναι απολύτως ζωτική. Δε θέλω να είναι στιγμές μόνο για λίγο, που περνάν και χάνονται. Όπως… οι κύκλοι, ας πούμε, που ανοίγουν και κλείνουν, ή μάλλον ανοίγουμε και κλείνουμε. Επιμένω να το κάνω για ένα και μόνο λόγο: θέλω εκείνες οι στιγμές –και οι κύκλοι, φυσικά– να διαρκέσουν όσο γίνεται αλλά και να επανέρχονται όποτε χρειάζεται.
          Έτσι, κάθε φορά, ταξινομώ, αρμολογώ, μοντάρω, δένω, στήνω θραύσματα μνήμης που ανοίγουν παράθυρα και γρίλιες, να ξανεμίζεται η ψυχή κι εγώ να νιώθω τη μοσκοβολιά τους. Είναι ευαίσθητη η ψυχή βλέπετε, αποζητά και ελκύει εναγωνίως θέματα από τον εσωτερικό μου αστείρευτο και φιλόξενο χώρο –με κάθε ατέλεια και κάθε αδυναμία– όπου αιωρούνται και κάθε φορά με κάνουν να «ταξιδεύω» προς τα κει που έζησα για τόσα χρόνια.
Πηγαινοέρχονται οι αναμνήσεις. Αναπαμό δεν έχουν… Συμβαίνει δε, στον απόηχό τους ν’ ακούω ακόμη φωνές και γέλια, αγωνίες και χαρές ανθρώπων που πέρασα πολλές ώρες μαζί τους, που θαύμασα, αγάπησα, ακολούθησα. Άνθρωποι που έχουν σημαδέψει ανεξίτηλα τη ζωή μου. Μου πρόσφεραν τροφή για σκέψη, μου άλλαξαν ιδέες, ματιά, άποψη. Απέρριψα και μ’ απέρριψαν. Σεβάστηκα και με σεβάστηκαν. Ουσιώδεις συμπαραστάτες.
Εντέλει τι είναι όλα τούτα που, κατ’ ανάγκη δική μου, σας αραδιάζω; Γιατί άραγε τα γράφω τώρα; Που όχι μόνο σας κουράζω, αλλά και… σας ζαλίζω; Με το δίκιο σας, βέβαια, θα πείτε: «Πάνε αυτά περάσανε είναι μακριά… πολύ μακριά»! Ελάτε τώρα! Πώς να τα βαστάξω μέσα μου; Έχουν μια περίεργη γλύκα που όλο στάζει. Θεωρώ πως είναι απόρροια μιας ολότελα προσωπικής ευαισθησίας –πιθανόν υπό εξαφάνιση στους καιρούς μας– και μιας αναπόδραστης φθοράς συμπυκνωμένη πλέον στη σκέψη.
Μπορεί να παθιάζομαι. Μπορεί να παρασύρομαι άσκοπα. Μπορεί να είναι ανολοκλήρωτες επιθυμίες. Μπορεί να είναι μονόλογοι εσωτερικής κατανάλωσης. Μπορεί να είναι τα όνειρα και οι διαψεύσεις τους. Μπορεί η μοίρα μου, η υποθήκη και η διαθήκη μου. Μπορεί, λέω εγώ τώρα, να 'ναι ακόμα κι αυτό «τ' απόδειπνο το μελαγχολικό» μοιραία κατάληξη μιας συννεφιασμένης Κυριακής.

9 Ιουν 2018

Τα σπασμένα κομμάτια της καρδιάς μου

Όσο περνάν τα χρόνια, όσο σκληραίνει το παρόν, τόσο ο νους θα παραβιάζει τη σιωπή, θ’ ανοίγει τις σημειώσεις του και θα σαρώνει θύμησες, παλιά και φυλαχτά από κείνα τα γνωστά που μπάζουν νοσταλγία. Σπασμένα κομμάτια της καρδιάς παραγκωνισμένα και εν πολλοίς καταδικασμένα στη λήθη επανέρχονται με το παραμικρό εξωτερικό ερέθισμα. Ενεργοποιούν αυτόματα μνήμη και αισθήσεις και… μαντέψτε: ξαναρχίζει της ζωής το μέτρημα.


Κι όσο διαρκεί αυτό το μέτρημα με αποσπά τελείως από ό,τι άλλο μπορεί να με απασχολεί και με βυθίζει στη νοσταλγία. Αυτό το έντονο συναίσθημα ήπιας θλίψης και μελαγχολίας που προκαλείται κατά καιρούς από την αναπόληση –ευχάριστων ή μη περιστατικών του παρελθόντος.
Μαζεύω χαρές και λύπες, αόρατα σχοινιά που δένουν τις στιγμές μου. Κι αυτό το επίμονο στριφογύρισμα στα περασμένα πολύ με βασανίζει, με συγκινεί απίστευτα και με αναστατώνει. Έχω την αίσθηση ότι ολούθε μέσα μου, υπάρχουν ακόμη σκόρπια θραύσματα πανάκριβα και ανεκτίμητα από τη «σπασμένη» ζωή μου.
Τις προάλλες κάτι τραγούδια πυροδότησαν το νου και μ’ έκαναν ν’ ανοίξω και πάλι λογαριασμούς με μνήμες. Μ’ έκαναν να αναλογίζομαι μια θαυμάσια παρέα εκείνων των χρόνων και κάτι αξέχαστες νύχτες. Το ελάχιστο που μου άφησαν οι φίλοι εκείνοι καταγράφτηκε πριν κάποια χρόνια ΕΔΩ.
Κρίμα, πολύ κρίμα, που δεν έφτασα μαζί τους λίγο πιο μακριά… Αγαπημένοι μου κάντε με να σας ανταμώσω και πάλι...

3 Ιουν 2018

Ό,τι είπαμε απόψε εδώ, παρακαλώ ας μείνει μεταξύ μας…

              Κυριακή βράδυ, με τη βραδύτητα που μερώνει τον άγριο χρόνο παρακολουθώ ή μάλλον μετράω τ’ άστρα. Όπως κι ο Μέλιος του Λουντέμη. Όσα απόμειναν στον καθ’ όλα καθαρό ουρανό. Καταδεχτική νύχτα. Ιδανικό αντίδοτο στη γενική ξεραΐλα. Στιγμές που περνάν και χάνονται. 


Σ’ αυτό το ενδιάμεσο της νύχτας –έρεισμα μνήμης και απαντοχής– μπερδεύονται οι σκέψεις με τις επιθυμίες κι εγώ αναλογίζομαι τη ζωή μου. Τη ζωή που δεν σταματά, προχωρά και μας σαρώνει… Και… είναι τότε που, θέλεις δε θέλεις, αντιλαμβάνεσαι πόσο έχεις μεγαλώσει, πόσο έχεις παλιώσει, πόσο έχεις ξεθωριάσει… Μαζί της.
Άλλες εποχές, σ’ ένα τέτοιο δικό μου «εδώ και κάπου», διάβαζα, έγραφα, σημείωνα τα ταπεινά κι ασήμαντα που κατά καιρούς έγραφα. Τώρα περιμένω να έρθουν μόνες τους οι λέξεις, οι φράσεις, τα ουσιαστικά, τα επίθετα, τα ρήματα κι οι στίχοι μέσα από τις σιωπές και τα απέραντα διαστήματα των άστρων.
Συνδέω αυτά τα κενά διαστήματα ανάμεσα στα άστρα και φιλοτεχνώ, με τη φαντασία κι έναν ιδιαίτερο τρόπο, εικόνες απ’ όσα έζησα κάνοντας τη ζωή μου θέαμα σε όλες τις εκφράσεις και εκφάνσεις της. Και να σου στο μυαλό ο στίχος: «απ’ όλα μπορείς να σωθείς, εκτός από την νοσταλγία σου για κάτι πολύ μακρινό, που δεν το θυμάσαι» του αγαπημένου ποιητή Τάσου Λειβαδίτη. Το τόλμησα –δεν είναι ιεροσυλία– τον περίμενα.
Όλα, λοιπόν, εδώ (στο δικό μου εδώ) μπερδεύονται γλυκά κι ανώδυνα γίνονται εικόνες. «Το σωστό μέρος είναι εκεί που σταματάς να αναρωτιέσαι τι ώρα είναι». Και είναι ακριβώς τούτη η ώρα.
Νιώθω μια βαθιά ανάγκη να γεμίσω ξανά με κόκκινο κρασί το άδειο ποτήρι που άφησα δίπλα μου.

Υ.Γ. Ό,τι είπαμε απόψε εδώ, παρακαλώ ας μείνει μεταξύ μας.