Σελίδες

29 Μαρ 2016

... χάθηκαν!


Άλλη ήταν η αιτία που ξημερώνοντας κόντεψα στο παράθυρο να δω τι συμβαίνει. Δυο κοκκινολαίμηδες, ανάμεσα στα κλαριά της ακακίας, ερωτοτροπούσαν και ζάλιζαν με τις τρίλιες τους το ξημέρωμα. Είχα διαβάσει –αλλά δεν μου ’χε τύχει– πως ο κοκκινολαίμης στα κέφια του, βάζει κάτω και αηδόνι… Και πράγματι τέτοιο κελάηδημα πρώτη φορά άκουγα. Έτρεξα να πάρω τη φωτογραφική, δεν θα έχανα, φυσικά, τέτοια ευκαιρία. Πλησίασα και πάλι, ακροπατώντας, αλλά δεν ήταν πια εκεί…
Κι όπως έψαχνα με αγωνία να δω, ανάμεσα στα κλαριά, η ματιά μου πιάνει μια ανεπαίσθητη κίνηση στο απέναντι πεζοδρόμιο. Ένα ζευγάρι νέων, ακούμπησαν στη κολώνα αδιάφοροι και… προφανώς ερωτευμένοι –καθώς εδικαιούντο να είναι– κι αντάλλαζαν λόγια, χάδια κι αγάπη. Εκείνη, λεπτή, σχεδόν αέρινη. Εκείνος, λεβεντόκορμος, κάπως συνεσταλμένος, κρατάει στα χέρια του το πρόσωπό της κι απαλά, προσεχτικά χαϊδεύει τα μαλλιά της.
Ήταν τόσο τρυφερό όλο αυτό, που έκλεψε και κράτησε, για μια στιγμή, το φευγαλέο βλέμμα μου καρφωμένο επάνω τους. Να που κι ο έρωτας συνωμοτούσε κι αυτός, ξημερώματα!
Δεν μπόρεσα, αλήθεια… δεν γινόταν, έστω και διακριτικά, να στρέψω αλλού τη ματιά μου. Ντράπηκα για την... αδιακρισία μου! Σκέφτηκα να τραβήξω την κουρτίνα να μην γίνει αντιληπτή η παρουσία μου. Ωστόσο, βρήκα την ιδέα ιδιαζόντως απεχθή, πουριτανική.
Να σου δίνεται, λέω, η ευκαιρία –πότε θα σου ξαναδοθεί– να θαυμάσεις μέσα σ’ αυτή την περιρρέουσα ομορφιά δυο νέους να εκφράζουν τόσο αγνά και τρυφερά την αγάπη τους –παράξενο στις μέρες μας– και να αποστρέφεις το βλέμμα, δήθεν πως μόνο το χάραμα και τους κοκκινολαίμηδες θέλησες να θαυμάσεις... Μου φάνηκε, αν μη τι άλλο, υποκριτικό.
Συγχρόνως σκεπτόμουν: τι δουλειά έχω εγώ που, ξημερώματα, ένα ζευγάρι κοκκινολαίμηδων θέλησα να φωτογραφίσω και αν’ αυτού έμεινα να θαυμάζω ένα άλλο ζευγάρι ερωτευμένων. Καμιά δουλειά!
Μ' αυτές τις σκέψεις, με την κάμερα –δίχως ένα κλικ– στο χέρι, τα μελωδικά πουλιά αλλού να άδουν και το ζευγάρι, ευδαίμονες και πιασμένοι απ’ το χέρι, έστριψαν στη γωνιά και... χάθηκαν!

Στο καλό! Έκανα με το χέρι μου.

24 Μαρ 2016

Ο κόσμος αλλάζει…



Μπορεί τα δύσκολα, τα μελανά και αποτρόπαια συμβάντα και τα γεγονότα που μας συγκλονίζουν, μας ταλαιπωρούν και μας ταλανίζουν τελευταία, να μας αλλάζουν προς στιγμή, να γινόμαστε άλλοι άνθρωποι, όμως δεν κρατάνε πολύ σύντομα επανερχόμαστε και πάλι στα ίδια. Στην καθημερινότητά του ο καθένας. Και πως αλλιώς να γίνει.
Σίγουρα νιώθουμε απογοητευμένοι, φοβισμένοι, ανήμποροι να δούμε ποιο θα είναι το τέλος. Αν υπάρχει ένα τέλος. Ή μήπως η κατάληξη θα είναι η συνήθεια; Θα συνηθίσουμε, όπως έχει γίνει και σε άλλα και ούτε καν θα μας απασχολεί. Η ζωή μας συνεχίζεται και… θα συνεχίζεται, αλλά πώς; «Τραυματισμένη, λοιδορημένη, περιφρονημένη, εξευτελισμένη, εκφυλισμένη. Τι θράσος και τι θλίψη για όσους κληροδοτούν μια τέτοια ζωή στα παιδιά τους, στις επόμενες γενιές. Και τι ντροπή έπρεπε να νιώθουν. Μα, νιώθουν κάτι τέτοιο»; Έγραψε ο Γιώργος Σταματόπουλος.
Ο κόσμος αλλάζει. Ο εαυτός μας, άραγε παραμένει ίδιος;…
Ίσως η απομόνωση και η μοναξιά, κάποιες φορές, μας βοηθούν να ηρεμήσουμε και να «ψάξουμε» τον εαυτό μας. Να κάνουμε έναν εσωτερικό διάλογο. Είναι απαραίτητο. Κανείς άλλος δεν μπορεί να μας βοηθήσει καλύτερα όσο ο ίδιος μας ο εαυτός.


19 Μαρ 2016

Πάρωρες ευχαριστίες

Συχνά στις αναγνώσεις μου συμβαίνει, γραφτά που μ’ αρέσουν να με κρατάνε αιχμάλωτο. Κι αυτό που κάνω, δίχως να με «νοιάζει» το ιδιοκτησιακό τους καθεστώς, –αυθαίρετα και με θράσος– τα απομονώνω και, κατά κάποιο τρόπο, τα κάνω δικά μου. Συνειδητοποιώντας έμπρακτα μέσα μου πόσο έχουμε κάποτε ανάγκη οι άνθρωποι να ψηλαφίσουμε τον πλούτο της καρδιάς τους για να καταγράψουμε τα σκιρτήματα της δικής μας.
Τα διαβάζω και νιώθω η ευαίσθητη οπτική ματιά τους να γίνεται αυτόματα και δική μου. Μένουν χαράγματα μέσα μου –πολύτιμα τιμαλφή, ομολογώ– που καλύπτουν απόλυτα κάθε πτυχή της σκέψης μου.


Δικαιωματικά ξεχωρίζω την Όλγα, τη  Ντόρα, τη Μαρία, την Αλκυόνη, τη Ρέα, την άλλη Όλγα… (έτσι με τα μικρά τους ονόματα –η οικειότητα βλέπετε– γιατί έγιναν με τον καιρό δικοί μου άνθρωποι). Τις ξεχωρίζω και τις ευχαριστώ (καθυστερημένα δυστυχώς) για τις λέξεις και τις φράσεις που μου «δάνειζαν» δίχως να το γνωρίζουν κι απ’ αυτές εγώ έπαιρνα αφορμές έμπνευσης και θεμάτων. 
        
Θα είναι για πάντα (η κάθε μια τους) το αδιαχώριστο, το αγαπημένο και το πολύτιμο «σκονάκι» μου… Πώς να μην τις εκτιμήσω αφού μου εμπιστεύτηκαν το κλειδί για να μπαίνω στο χώρο τους. Πάντα νοιάζονταν –και φρόντιζαν να μου αφήνουν το κλειδί στην πόρτα…
Ας θεωρηθούν τα λίγα λόγια τούτα –τα έγραψα όσο πιο απλά κι ανθρώπινα μπορούσα σαν μια ελάχιστη αντιπροσφορά στο μεγαλείο της ψυχής τους. 

11 Μαρ 2016

Απόσπασμα από το ημερολόγιο ενός… μαθητού


23 Δεκ.1954. Πήγα και κοινώνισα… αλλά τι το όφελος!!! Μήπως και αύριο δεν θα κάνω τις αμαρτίες που έκανα και χθες!!! Εξ’ άλλου ούτε και εξομολογήθηκα. Αλήθεια τι χρησιμεύει η εξομολόγησις; Το μόνο που νομίζω είναι ότι μαθαίνει τα μυστικά σου και ένας σεβάσμιος γέροντας, που δεν ξέρει ούτε κατά μία τελεία και ένα γιωτ περισσότερον από σένα τον Θεόν!
Χριστούγεννα. Σήμερα πριν από 1954 χρόνια σένα σπήλαιον της Βηθλεέμ γεννήθηκε ο σωτήρας του κόσμου, ο Χριστός, που οι Εβραίοι ονομάζουν Γιοσούαν. Γεννήθηκε, μεγάλωσε και πέθανε διδάσκοντας την αγάπη και την πίστην στο Θεό και όμως εγώ λέω ξανά όπως και πριν εκατοντάδες χρόνια είπε ο μεγάλος Ρισελιέ «Θεέ μου φύλαγέ με από τους φίλους μου, διότι από τους εχθρούς μου ξέρω να φυλάγωμε!!!». Πόσο δίκαιον είχε ο μεγάλος αυτός πολιτικός…
27 Δεκ.1954. Ένας Αραβικός μύθος λέει «Πέρα ψηλά στα βουνά στην χώρα που λέγεται Σβίτγιοτ, ορθώνεται ένας βράχος. Έχει εκατό μίλια ύψος και εκατό μίλια πλάτος. Μια φορά κάθε χίλια χρόνια έρχεται σ’ αυτό το βράχο ένα πουλάκι για να ακονίσει το ράμφος του. Όταν πια ο βρ’αχος θάχει έτσι τριφτεί ολόκληρος, τότε θάχει περάσει μια μονάχα μέρα της αιωνιότητας…» … Έμεινα έκπληκτος όταν διάβασα αυτά και μέσα η ψυχή μου επαναστάτησε και η καρδιά μου χτύπησε δυνατά… Ω μεγάλε Θεέ είναι δυνατόν να βαστάξη τόσα πολλά χρόνια ο ανήθικος αυτός κόσμος; Όχι ποτέ, οι Άραβες δεν σκέπτονται σωστά!!!

* Διατηρήθηκε η ορθογραφία του πρωτότυπου κειμένου

5 Μαρ 2016

Εμμονές...

Σκέτη ανακατωσούρα ήταν αυτό που αντίκρισα… Ανάμεσα σε τόσα παρατημένα πράγματα που ποτέ δεν κατάλαβα γιατί δεν τα πετάω, παρά τα κρατώ σχεδόν άχρησταανακάλυψα το παλιό κι αχώριστο σημειωματάριό μου.
Θαρρείς κι αναστέναζε, χωμένο εκεί μες τ’ άλλα, τσαλακωμένο και τριμμένο απ’ τον καιρό. Είδα κι απόκανα να το φέρω στα συγκαλά του. Αυτό που κάποτε ήταν ο πανάκριβος θησαυρός μου! Όχι απλά πανάκριβος. Ανεκτίμητος!
          Κι έτσι σήμερα, είπα να πιαστώ μ’ αυτό, να ξεφυλλίσω τις ακρωτηριασμένες σελίδες του και να ξαναδώ τις πολύτιμες σημειώσεις μου που τώρα τις έχω αραδιασμένες μπροστά μου.


Ανάμεσα στις παραγράφους, στις ημιτελείς φράσεις και στις δυσανάγνωστες λέξεις, χαρακωμένα ακόμη και στα περιθώρια ένα σωρό πολύχρωμα σημάδια: υποσημειώσεις σε όσα δεν έπρεπε να ξεχαστούν, κόκκινα βελάκια, έντονες υποδείξεις, ασύμμετροι αστερίσκοι, αγέρωχα θαυμαστικά, αφιλόξενες αγκύλες, σκυθρωπά ερωτηματικά και πιεστικές παρενθέσεις. Και… παντού, ανάκατες κι ίσως παραπανίσιες αυτές που με πιότερη σπατάλη μού άρεσε να βάζω: οι τρεις τελίτσες! Τα αγαπημένα μου άφωνα αποσιωπητικά…
Αν είχαν μιλιά, αυτές οι τρεις τελίτσες, πόσα θα έλεγαν…

Τώρα, ύστερα από τόσο καιρό, τα έχω όλα μπροστά μου και σπάω το μυαλό μου να θυμηθώ τι σήμαινε και τι εξηγούσε το καθένα απ’ όλα αυτά τα σημάδια που έβαζα. Μα, μου είναι αδύνατο. Κι αυτή η ανεξήγητη εμμονή μου στα αποσιωπητικά… Να υπονοούν, να συμβιβάζονται, να νοιάζονται, να προσπαθούν, να χάνουν και να χάνονται, έως ότου κερδίσουν την έγκρισή μου… Πόσα μπορείς να υπονοήσεις και… πόσα να χωρέσουν σε τρεις τελίτσες!

Τόσο απλό και τόσο αδιανόητα δύσκολο: η λογική μου να θέλει να κλείσω με τελεία και η καρδιά να επιμένει στα αποσιωπητικά…
Γι’ αυτό λέω πως εμμονές μου δεν είναι μόνο τα αποσιωπητικά, είναι και τα… υστερόγραφα!