Σελίδες

17 Ιουν 2014

Για το χατίρι της βραδιάς και… μιας ψυχής

Σπάταλες σε ομορφιά τούτες οι πρώτες καλοκαιρινές νύχτες. Όμορφες κι ατέλειωτες. Οι ώρες τους κυλούν αργά, όπως τα λεπτά της αναμονής σ’ εκείνες τις πρώτες αθώες ερωτικές συναντήσεις. Πιάνεις μια γωνιά και φτιάχνεις το ιδανικό, το πιο ασφαλές, το πιο ήρεμο καταφύγιο για να γλυκάνεις τις σκέψεις σου, να δροσίσεις τα όνειρά σου, να διώξεις μακριά τη σκιά του χρόνου.  Κι όσο έχεις το κουράγιο, όσο δε διστάζεις να εκθέτεις τις ευαισθησίες σου, αφήνεις τη φαντασία να πλάσει ένα δικό της υπέροχο παρόν, μόνο για ν’ απολαύσεις αυτό που απλώνεται μπροστά σου.
Μπόλικα τ’ άστρα που διανυκτερεύουν απόψε στον ουρανό. Κι ένα κομμάτι φεγγαριού που μοιάζει να περίσσεψε από χτες. Οι ασημένιες αντανακλάσεις του στάζουν στην κλεψύδρα των πιο φευγαλέων συναισθημάτων. Είναι αλλόκοτα τα «περισσευούμενα» φεγγάρια του καλοκαιριού. Πότε μισά και πότε ολόκληρα, έχουν πάντα κάτι το ιδιαίτερο. Τα κοιτάς με τις ώρες κι είναι σαν να περιμένεις να σου δώσουν απαντήσεις σε ερωτήσεις που ποτέ δεν τους έκανες. Κι αυτά, πανάθεμά τα, σημασία δε δίνουν. Αφήνουν τ’ ασήμια τους να στάζουν, να λικνίζονται, να χορεύουν, να ερωτεύονται το ένα τ’ άλλο κι είναι σα να ξαναχτίζεται ο κόσμος…


Ένα κατακόκκινο γεράνι κι ένας μυρωδάτος βασιλικός στολίζουν το μικρό τραπέζι στο μπαλκόνι μου.. Μου φτάνουν… Τι παραπάνω χρειάζεται κανείς; Πώς μπορείς να χορτάσεις την ομορφιά; Δεν χορταίνεται, θαρρώ… Πάντα θ’ αναζητάς, άπληστα κι αχόρταγα, κάτι παραπάνω... Μεγαλώνοντας, έχω συνειδητοποιήσει πως δεν μαθαίνεις μόνο να έχεις υπομονή, αλλά να ζεις, έστω με την ελάχιστη ομορφιά που σου χαρίζει η επαφή με τα απλά πράγματα. Κρατάς ζωντανές τις αισθήσεις και την πόρτα των ονείρων πάντα ανοιχτή. Ανοιχτή, ακόμη και στην ουτοπία. Είναι ανθρώπινο να κάνεις όνειρα κι ας μην πραγματοποιούνται τα περισσότερα…


Ένας γλυκός ήχος φτάνει από μέσα. Ένα παλιό, φθαρμένο βινύλιο δίνει επίμονα στροφές κι αφήνει να ξεχύνονται νότες που φλερτάρουν με εποχές αλλοτινές, παλιές, λησμονημένες. Μαγεμένο το δοξάρι χαϊδεύει τις χορδές, στάζει βάλσαμο κάνοντας ακόμη και τα νυχτολούλουδα του κήπου να ονειρεύονται. Αυτή είναι η γοητεία της μουσικής. Τι άλλο, αλήθεια, θα γεφύρωνε τις αποστάσεις, θ' άφηνε δρόμους ανοιχτούς για να με ταξιδέψουν. Τι άλλο θα έβαζε μιλιά στον χτύπο της καρδιάς. Τι άλλο θα μπορούσε ν' αγγίξει τις χορδές της ψυχής μου, να τις γλυκάνει... Ναι να τις γλυκάνει… Έτσι, για το χατίρι της βραδιάς και μιας ψυχής που μου ζήτησε να παραμερίσω τα «θλιμμένα κείμενα»...