Μέρες τώρα, στέκω μετέωρος στη μέση του πουθενά ψάχνοντας να
βρω αιτίες, αφορμές και απαντήσεις σε κάτι θεόρατα «γιατί». Ψάχνω στο μέσα –ή μάλλον
στο παραμέσα– της ψυχής μου μήπως και θυμηθώ πώς ήταν κάποτε τα χαμόγελα στα
μάτια των ανθρώπων. Εκείνα τα μακρινά, τ’ αληθινά, τ’ ανιδιοτελή –σχεδόν άγνωστα– που έσταζαν χαρά αντί για δάκρυ…
Χαμογελούσαν και το χαμόγελο έμενε στα
χείλη τους σαν τις σταγόνες της βροχής στα ροδοπέταλα. Τώρα λιγόστεψαν και
κρέμονται σαν «αποσιωπητικές εικόνες», γιατί έτσι τα κατάφερε η κοινωνία μας.
Οι σκέψεις και τα συναισθήματά μου
επιμένουν να σπρώχνουν τα δάχτυλα πάνω στα πλήκτρα κι αντί να γίνονται
γράμματα, λέξεις, προτάσεις, κείμενα, σελίδες… γίνονται χτυπήματα και θυμός. Ένας θυμός που κι αυτός επιμένει ολοένα, να
επεκτείνει την επικράτειά του –παράνομα– επάνω μου. Έτσι είναι πάντα ο θυμός, ψάχνει αφορμές.
Αφορμές για να σε κάνει να ξεσπάσεις εκεί που νιώθεις περισσότερο προδομένος.
Και δεν είναι λίγες… για να λέμε και την αλήθεια.