Σελίδες

19 Ιουν 2023

Μεταπλάθοντας την ευαισθησία σε λέξεις…

Είναι στιγμές που νιώθω πόσο εξαρτημένος είμαι από τις λέξεις. Από κείνες που με τριγυρίζουν, με γοητεύουν, με βασανίζουν και… εν μέρει μου βάζουν δύσκολα. Το ίδιο μου συμβαίνει και με τις εικόνες, τις μουσικές, τους ήχους και τα συναισθήματα. Ως συνήθως δεν μ’ αφήνουν στην ησυχία μου.
Εστιάζω στα γραφόμενα ανθρώπων που εκτιμώ. Ακουμπάω στη γραφή τους τον δικό μου εαυτό. Ποθώ, όσο τίποτα, να σκύβω πάνω τους με προσοχή για να τρυγήσω... Διαβάζω τις λέξεις φωναχτά κι αυτές μου δίνουν τον ήχο τους και γίνομαι ο αντίλαλός τους. Τις σημειώνω, τις επεξεργάζομαι και τις τοποθετώ στα ράφια στην πίσω αυλή της μνήμης. Ίσως και να μου χρειαστούν.
Λέξεις ετερόκλητες μεταξύ τους που, ωστόσο, χαρακτηρίζονται από μια συνέχεια. Ρέουν, η μια πίσω από την άλλη, κρατιούνται χέρι-χέρι αναζητούν παρέα, φίλους, συνομιλητές και αναγνώστες. Δένονται με τις ιστορίες των σαν ψηφίδες ενός μικρού μωσαϊκού. Μπερδεύονται γλυκά. Θέλουν να «κολλήσουν» στις κατάλληλες φράσεις για να περιγράψουν, να ξεχωρίσουν, να αναδειχτούν.
Ψάχνω, με συμπυκνωμένη πλέον η σκέψη μου, να δω πως γίνεται –εδώ είναι τα δύσκολα– να μεταπλάθω την ευαισθησία μου σε λέξεις. Να ταιριάζουν μ’ αυτήν. Παρότι τις περιβάλλω με μεγάλη αγάπη και ανεπιτήδευτο σεβασμό, φοβάμαι. Φοβάμαι, μήπως και μου γυρίσουν πεισματικά την πλάτη, μήπως αυτές που διάλεξα να μην μπορούν να αποδώσουν το συναίσθημα, να περιγράψουν το ποθούμενο.
Παίρνω φόρα και πάω να τις απλώσω επάνω στο χαρτί. Ήρθε η ώρα να «ντύσω» μ’ αυτές το γραφτό μου. Έχω κι άλλα να πω, μα νομίζω πως μάλλον φλυαρώ και σας κουράζω. Ελπίζω να μην μου λείψουν οι λέξεις που χρειάζονται για να «κουμπώσει» το κείμενο. Τ' αφήνω εδώ. Περαιτέρω περιγραφές περιττεύουν. 

Στράτος Δουκάκης

10 Ιουν 2023

Οι ήρωες των βιβλίων

Από το βιβλίο «Ούτε τύμπανα Ούτε τρομπέτες» του Γιάννη Τριάντη
Εκδόσεις ΙΚΑΡΟΣ - Έτος κυκλοφορίας 2005 · Σελίδες 152 

Όταν νυχτώνει κάτω από την Ακρόπολη και φεύγει ο κόσμος από την Έκθεση Βιβλίου, συμβαίνουν πράματα και θάματα, μας είπε μια μέρα ο κύριος Τι. Ακούστε λοιπόν: 
Μόλις κλείσουν τα περίπτερα και ερημώσει η νύχτα, ένας άλλος κόσμος βγαίνει στον πεζόδρομο και σουλατσάρει μέχρι το πρωί. Είναι οι ήρωες των βιβλίων! Απ' όλα τα μέρη του κόσμου, άγνωστοι μεταξύ τους -αλλά με μια παράξενη οικειότητα να ορίζει τη συμπεριφορά τους- οι ήρωες των βιβλίων συστήνονται, κουβεντιάζουν, πίνουν, χορεύουν, φλερτάρουν και ερωτεύονται στα σκοτεινά των δένδρων. Από κάποια στιγμή και μετά, μαζεύονται πάλι στους πάγκους των βιβλίων, αλλάζουν τηλέφωνα και διευθύνσεις και σιωπηλά επανέρχεται ο καθένας στις σελίδες του... 
Όμως ένα βράδυ, την ώρα που καληνύχτιζε ο ένας τον άλλον, δυο ήρωες δεν έδωσαν το παρών. Εκείνος, ένας μετρημένος του λατινοαμερικάνικου Νότου, κι εκείνη, μια πυρακτωμένη γαλανομάτα του Βορρά, έφυγαν κρυφά από την Έκθεση… Την άλλη μέρα, σάλος μεγάλος και ντόρος στους πάγκους. Εκδότες, συγγραφείς και περαστικοί έβλεπαν με δέος τις λευκές άδειες σελίδες στα βιβλία στα οποία πρωταγωνιστούσαν οι δυο φυγάδες… 
Κάποιος μίλησε για φλογερή ιστορία αγάπης. Άλλος για δεσμά της φυλακής που έσπασαν. Και κάποιος είπε ότι δεν άντεχαν τον ρόλο τους οι δυο ήρωες κι έφυγαν για να γράψουν δικό τους μυθιστόρημα…

* Ο Γιάννης Τριάντης είναι δημοσιογράφος. Γεννήθηκε στα Τριαντέικα Αγρινίου (6.11.1955). Σπούδασε Νομικά στη Θεσσαλονίκη. Εργάστηκε σε πολλές εφημερίδες (τα περισσότερα χρόνια στην «Ελευθεροτυπία»), σε περιοδικά και ραδιοφωνικούς σταθμούς. Έχει εκδώσει ένα βιβλίο (υπάρχουν έτοιμα προς έκδοσιν άλλα δύο). Λατρεύει τη μπάλα, τη ζέστη, την ποίηση, τη μουσική μπαρόκ και τους δύο γιους του. 

1 Ιουν 2023

Ο Θεόφιλος Χατζημιχαήλ, ήταν ένας φτωχός φουστανελάς που είχε τη μανία να ζωγραφίζει.

Ο Θεόφιλος* παρεπιδημούσε στο Πήλιο. Κάποτε, ένας ταβερνιάρης του ζήτησε να ζωγραφίσει στο ντουβάρι ένα άσπρο, περήφανο άλογο. «Λυτό ή δεμένο το θες;» ρώτησε ο Μυτιληνιός. «Τι διαφορά έχει;» αποκρίθηκε ο πονηρός Θεσσαλός. «Λυτό κάνει είκοσι και δεμένο εκατό» διευκρίνισε. Ο πελάτης τού ανέθεσε να φτιάξει το φθηνότερο· ηλιθιωδώς καθώς ο ζωγράφος, ούτως ή άλλως, δεν έπαιρνε πολλά και πληρωνόταν συνήθως εις είδος. Δεν πέρασε πολύς καιρός και ο Θεόφιλος ξαναπέρασε απ’ το μαγαζί. Ο κάπελας του παραπονέθηκε πως το άτι ξεβάφει, τόσο ώστε κοντεύει να εξαφανιστεί απ’ τον τοίχο. «Λυτό δεν το παρήγγειλες;» απόρησε ο καλλιτέχνης.
Εφημερίδα των Συντακτών 10/11/2014 

Κάπως έτσι ξεθωριάζουν οι αγάπες μας, οι φιλίες και τα λόγια μας…


Ο Θεόφιλος Χατζημιχαήλ, ήταν ένας φτωχός φουστανελάς που είχε τη μανία να ζωγραφίζει. Γεννήθηκε μεταξύ 1868 και 1871 στη Βαρειά Μυτιλήνης. Θεωρείται από τους σπουδαιότερους Έλληνες λαϊκούς ζωγράφους με χαρακτηριστικά έργα εμπνευσμένα από την ελληνική λαϊκή παράδοση, ιστορία και μυθολογία. Τα πινέλα του τα κουβαλούσε στο σελάχι του, εκεί που οι πρόγονοί του 'βάζαν τις πιστόλες και τα μαχαίρια τους. Τριγύριζε στα χωριά της Μυτιλήνης, τριγύριζε στα χωριά του Πηλίου και ζωγράφιζε. Ζωγράφιζε ό,τι του παράγγελναν, για να βγάλει το ψωμί του.