Σελίδες

9 Ιαν 2021

Τι να γυρεύουν οι ψυχές μας ταξιδεύοντας;


       Λένε πως μέσα μας υπάρχει ένας κόσμος που ταξιδεύει ψάχνοντας το χτες. Σελίδες παραμυθιού, που ξέχασε ο χρόνος να γυρίσει, έρχονται να μας ταξιδέψουν ανάμεσα σε όλα όσα λαχταράμε. Βυθίζεις, κάθε φορά, το χέρι σου μέσα στα χρόνια να βρεις αυτά που το καθένα τους έχει τη χάρη και την αξία του. Γεγονότα σημαντικά που δεν μπορείς –και δεν πρέπει– να τα διαγράψεις απ’ τα μάτια σου, μήτε απ’ το μυαλό σου, γιατί είναι αυτή η νοσταλγική διάθεση που, κατά καιρούς, μας αναγκάζει να επιστρέφουμε σαν κάτι να ξυπνάει μέσα μας. Άλλωστε είναι φυσικό να ποθούμε, ό,τι μας λείπει... 

     Στη ζωή, δεν είμαστε εμείς που επιλέγουμε την πόλη που θα ζήσουμε. Άλλα είναι αυτά που συνωμοτούν γι’ αυτό. Δεν έχω ζήσει παρά  μόνο σε τρεις πόλεις. Η μία δεν είναι ούτε καν πόλη, είναι το χωριό που γεννήθηκα κι έζησα τα παιδικά μου χρόνια: η Μήθυμνα της Λέσβου. Ο τόπος της παιδικής μου μνήμης και της γήινης νοσταλγίας μου. Η άλλη είναι η πόλη της εφηβείας, της ενηλικίωσης και της μισής και κάτι ζωής μου: η Βαλένσια της Βενεζουέλας. Σ’ αυτή τη φιλόξενη πόλη άφησα το στίγμα και τα χνάρια μου. Και τώρα η Αθήνα, μια πόλη που ακόμη την μαθαίνω και… δεν θα έλεγα πως την έχω αγαπήσει... 
       Σ’ αυτές τις τρεις πόλεις θα πρέπει να ψάξω να βρω κάτι από τον εαυτό μου. Και το βρήκα σ’ αυτή όπου, στα δεκάξι μου χρόνια, σαν μια βαρκούλα που λαχταράει ωκεανούς, έφτασα φορτωμένος με τα πιστεύω και τις καταβολές του τόπου που με γέννησε και με τα πρέπει των γονιών και των δασκάλων μου, βαθιά ριζωμένα στο μυαλό μου. 
     Μου συμβαίνει συχνά να διαβαίνω το σήμερα, να πορεύομαι προς το αύριο, αλλά και κάποιες φορές, τραβάω, την κουρτίνα μήπως και… συναντήσω το χτες. Η ζωή έχει γυρίσματα, αυτό είναι σίγουρο. Κι εδώ συμφωνώ απόλυτα με τον Δανό φιλόσοφο Κίρκεγκορ –αλίμονο φιλόσοφος είναι αυτός– που σ’ ένα απόφθεγμά του λέει: «Η ζωή βιώνεται κοιτάζοντας προς τα εμπρός, αλλά την κατανοούμε κοιτάζοντας προς τα πίσω». Δίνω μια μικρή στροφή, λοιπόν, ψάχνοντας πίσω στο παρελθόν μήπως και ξαναβρώ εκείνα τα όνειρα και τις υποσχέσεις, να δω τις εικόνες που δεν χάνονται απ’ τα μάτια μου, μήτε σβήνουν απ’ τη μνήμη μου. Τούτες τις μέρες συλλογίζομαι κι αναπολώ εκείνη τη μακρινή μου πόλη. Αυτή όπου έζησα τα δύο τρίτα σχεδόν, της μέχρι τώρα ζωής μου. Σ’ αυτή «ταξιδεύω» με τη φαντασία μου για να τη συναντήσω. Να δω ξανά τη ζωή μου. Εκεί όπου έκλαψα, γέλασα κι αγάπησα, όπου αντρώθηκα, ερωτεύτηκα, διδάχτηκα και ονειρεύτηκα. Και πόσα άλλα ακόμη, που ήρθαν και άλλαξαν τη ζωή μου. Και… το σπουδαιότερο απ’ όλα ότι εκεί έκανα και την οικογένειά μου! Ε, δεν μπορεί παρά αυτή την πόλη να την αγαπώ! 
     Εκεί, έψαξα και βρήκα τους δικούς μου, προσωπικούς δρόμους. Δέθηκα με διαφορετικούς ανθρώπους, δεν είχε σημασία ούτε η καταγωγή, ούτε η θρησκεία, ούτε το χρώμα. Έμαθα να έχω ανοιχτό μυαλό, να δέχομαι το διαφορετικό και να το καταλαβαίνω. Και παρ’ όλο που δεν ένιωθα να με συνεπαίρνει και να με καταπιέζει το περιβάλλον, όπως θα μπορούσε να είχε συμβεί, ονειρευόμουν το μέλλον· δεν το φοβόμουν. Είχα εμπιστοσύνη στον εαυτό μου. Μια εσωτερική, αόρατη δύναμη, μέσα μου, πολεμούσε τον φόβο και τον αντικαθιστούσε με ελπίδα. Ελπίδα ίσον μέλλον, τότε... Τώρα μνήμες. Μνήμες ίσον παρελθόν. Γι’ αυτό έλεγα, προηγουμένως, πως τραβώντας την κουρτίνα, έψαχνα να συναντήσω το χτες, γιατί έτσι είναι η μνήμη, ξεπετάγεται εκεί που δεν την περιμένεις σε πιάνει απ’ το χέρι και σε σέρνει ξανά πίσω. 
       Με το μέλλον τότε και με το παρελθόν τώρα, ζω το παρόν. Κι αναρωτιέμαι ανατρέχοντας στο στίχο του Σεφέρη: «Μα τι γυρεύουν οι ψυχές μας ταξιδεύοντας / πάνω στα σαπισμένα θαλάσσια ξύλα / από λιμάνι σε λιμάνι;». Ένα σωρό πράγματα γυρεύουν, αυτά που άφησα πίσω σ’ αυτή την πόλη. Κομμάτια και στιγμές μιας ζωής που δεν μπορώ, δεν γίνεται να τα αγνοήσω. Και τη νοσταλγώ όχι για το τώρα, αλλά για το τότε, για τις ελπίδες και τα όνειρα που με άφηνε να κάνω. Αυτά γυρεύουν οι ψυχές μας ταξιδεύοντας...