Σελίδες

20 Μαΐ 2016

Μες το δικό σου παραμύθι ξαναβρές το, το ξεχασμένο μονοπάτι σου…



Λουδοβίκος των Ανωγείων *
Κοίταξε εμένα

Η μικρή ελιά για πρώτη φορά γέμισε καρπό. Ο γεωργός την αγαπούσε γιατί του θύμιζε την πρώτη του αγάπη, κοντούλα και στρουμπουλή. Της είχε φτιάξει ένα περιδέραιο με ασπρισμένες πέτρες και συχνά καθόταν και κουβέντιαζε μαζί της τα όνειρα και τις αναμνήσεις του. Η ελιά κάθε μέρα και πιο όμορφη.
Ένα πρωί του Νοέμβρη ο γεωργός άπλωσε πανιά κι άρχισε να την ραβδίζει. Πάνε οι ελιές, πάνε τα φύλλα, πάει η ομορφιά. Η ελιά μέσα στα αναφιλητά της μονολογούσε:
Μ αγαπούσε και με χάλασε; Πως εννοεί ο άνθρωπος την αγάπη; Έλεγε και ξανάλεγε. Τότε ακούει μια μαργαρίτα να της λέει:
Άκουσε να σου πω! Ο άνθρωπος δεν ξέρει την αγάπη. Μην τον παρεξηγείς. Κοίταξε εμένα που μια ζωή με μαδάει για να μάθει...



Ένας κλέφτης

Μια εργάτρια μέλισσα καθώς μπαινόβγαινε στα άνθη του κάμπου , είδε έναν άγγελο να κοιμάται και σάστισε. Λευκοντυμένος, με μακριά μαύρα μαλλιά, είχε προσκέφαλο μια πέτρα. Τα φτερά του προσεκτικά διπλωμένα. Όταν ο άγγελος άνοιξε τα μεγάλα γαλάζια μάτια του οι ουρανοί της φάνηκαν τρεις.
- Είστε ένας άγγελος του Θεού;
- Ναι, είμαι ένας άγγελος του Θεού.
- Και είστε αγόρι η κορίτσι;
- Δεν είμαι, είπε και γύρισε αλλού το κεφάλι
- Ούτε εγώ είμαι, η βασίλισσα τα πήρε όλα. Όμως, ήθελα να σας ρωτήσω. Εκεί στους ουρανούς που γυρνάτε τον έρωτα τον έχετε δει; Πως είναι;
- Ένας κλέφτης. Από σένα πήρε το κεντρί κι από μένα τα φτερά.



         Οι Γειτονιές των Λέξεων

Πώς χαθήκαμε μέσα στην υπερβολή και τα επίθετά της! Οι τεχνίτες των λέξεων αφού τις σμίλεψαν, τις παρέδωσαν στα χείλη. Ο ήχος, αρμονικός πρέπει, και με σωστή ανάσα και δοσολογία. 
Δεν μας είπαν για τις γειτονιές των λέξεων, ποιες αγαπιούνται μεταξύ τους, ποιες όχι. 
Ας πούμε η λέξη «καλά», έχει το λάμδα να ενυδατώνει τα δύο ανοιχτόκαρδα άλφα. Ωστόσο το αναγκάσαμε να συνοδεύει την επιτυχία, μια καθόλου «επιτυχή» συναλλαγή.
Τι δουλειά έχει το «καλή» με την επιτυχία; Υπάρχει κακή επιτυχία; Η λέξη «αγάπη» θα έπρεπε να κατοικεί στην ανάσα, στο βλέμμα και στη σιωπή. Εμείς φροντίσαμε να την ενισχύσουμε με το «πολύ» και το «πάρα πολύ». Όταν λέμε «σ' αγαπώ πάρα πολύ» φωτίζουμε την απουσία και τη φτώχεια της.
Όσο πιο πολλά επίθετα, τόσο πιο μικρό το περιεχόμενο της αγάπης. Άλλωστε η περιγραφή των αισθημάτων δεν ανήκει σ' εκείνους που τα δηλώνουν αλλά σε κείνους που τα λαμβάνουν.
Λες πως μ' αγαπάς αλλά μετράει τι φτάνει σε μένα!

Ο Λουδοβίκος των Ανωγείων επιμένει να είναι ένας σύγχρονος παραμυθάς. Σύγχρονος όμως είναι με την έννοια πως δρα επί των ημερών μας. Διαφορετικά τα υλικά του που είναι κυρίως ο λόγος και δευτερευόντως η μουσική έλκουν την καταγωγή τους από εποχές αρκετά παλιότερες. 

16 Μαΐ 2016

Ξαναχάσ’ το, ξαναβρές το, ξαναπές το παραμύθι σου…





Το κρυστάλλινο ποτήρι έδωσε τέλος στη μονότονη ζωή του, πέφτοντας στο πάτωμα από το ράφι όπου χρόνια ήταν ξεχασμένο.
Όλοι γύρισαν το κεφάλι να το δουν.
– Έπρεπε να πεθάνω, λοιπόν, για να με προσέξετε;


Όλοι γύρισαν (σελ.53)




– Μα για το σώμα που έχεις δεν είναι μεγάλα τα φτερά σου; Ρώτησε ένα μικρό μυρμήγκι την πεταλούδα.
– Είναι! Αλλά εμένα με λένε και ψυχή και δεν ξέρεις τι βάρος έχει αυτό.

Πεταλούδα (σελ. 51)













– Πού ακούμπησες τα λευκά σου φτερά και έγιναν γκρίζα; Ρώτησε το γλάρο μια πεταλούδα.
– Πέρασα από τη σκέψη ενός πικραμένου...

Ο γλάρος (σελ. 81)








Άκου να σου πω, είπε ο χρόνος στην απουσία. Σε βλέπω πάντα λυπημένη και στεναχωριέμαι. Αποφάσισα να σε λέω ανάμνηση. Και θα σε κάνω πιο όμορφη κι από την παρουσία.
– Δε θέλω να με κανείς πιο όμορφη. Πιο χαρούμενη, αν μπορείς.

Αν μπορείς (σελ. 119)








– Το λάθος οφείλει να έχει μόνο παρελθόν.
– Σε μένα το λες! είπε ο έρωτας και ξεκαρδίστηκε στα γέλια.

Το λάθος (σελ. 19)






* Τα αποσπάσματα είναι από το βιβλίο «Το πηγάδι του κρίνου», Εκδόσεις IANOS (σειρά «Μικρός Ιανός»), 2006
Το πηγάδι του κρίνου είναι ένα βιβλιαράκι του Λουδοβίκου των Ανωγείων με μικρές ιστοριούλες για τον έρωτα και τη φύση. Μια εκδρομή στον κόσμο της αλήθειας και της ηθικής. Ένας κόσμος με αγγέλους κρυμμένους και μικρούς θεούς. Ένας ιδιότυπος φιλοσοφικός στοχασμός σε χρόνο άχρονο και τόπο ατοπικό.

10 Μαΐ 2016

Για ένα αδέσποτο ερωτηματικό θέλω να μιλήσω…



Ένα άπραγο ερωτηματικό που ο χρόνος είχε παραμερίσει, αφήνοντάς το στο κενό, παρεμβάλλεται, αιωρείται και… σαρκάζει. Ήταν να μην πάρει φόρα… Επιμένει, προκαλεί, ζητάει, πεισμώνει, αντιδρά, επαναστατεί, δεν ικανοποιείται, αλλά και… δεν υποφέρεται. Είναι απ’ αυτά που συνωστίζονται, κάποιες φορές, μέσα στην θολούρα μας «δι' ασήμαντον αφορμήν».
Είπα να το ξεσκονίσω λίγο· να περισώσω τουλάχιστον τα προσχήματα. Από τότε ήθελα να το κάνω. Δεν το έκανα. Τότε θα είχε νόημα. Δεν το έκανα. Το κάνω τώρα, και ξέρετε γιατί; Γιατί από τότε που τρύπωσε λαθραία μέσα μου έχω την αγωνία του απροσδόκητου που ποτέ δεν σπιλώθηκε, ποτέ δεν συγχρωτίστηκε με τα λειψά και τα παζαρεμένα της ζωής. Μου φάνηκε τότε και είμαι σίγουρος τώρα πως δεν ήθελε να με κάνει να νοιώθω κάποια υποχρέωση γι’ αυτά τα «υποτίθεται» που δημιουργούν έμμονες ιδέες και επίμονα συναισθήματα. Από εκείνα τα συναισθήματα τα οποία προσέτι είναι σύμμαχος και σύντροφος στη ζωή και ασπίδα προστασίας στα καθημερινά.
Συναισθήματα. Συγκινήσεις. Ψυχή! Πες τε το όπως θέλετε. Ας αφήσουμε μόνες τις λέξεις να ξεπλύνουν τα νοήματά τους. Τα πολλά ενδιάμεσα κουράζουν…
Παρασύρθηκα. Καθυστέρησα, ναι. Μη μου χτυπάς καρδιά μου· ξέρω… Πάντα τα στοιχειώδη και αυτονόητα τελούν υπό αίρεση και σε κάθε περίπτωση υπό... καθυστέρηση. Δεν έχει πώς, ούτε γιατί. Ας μάθουμε, επιτέλους, ότι για να γιατρέψουμε μια πληγή πρέπει να πάψουμε να την αγγίζουμε…
Τελικά συμβιβάζομαι λέγοντας: δεν χάθηκε και τίποτα, ένα αδέσποτο παρ’ όλη τη γοητεία του ερωτηματικό ήταν. Απ’ αυτά που καταφέραμε να γεμίσουμε τη ζωή μας ξεχνώντας κάποια υπέροχα θαυμαστικά! Κι αν έχει τέτοια η ζωή, που να πάρει…
Εν τω μεταξύ, οι ώρες περνούν, γύρισε κάτω η μέρα. Νύχτωσε... Τραβάω την κουρτίνα μη και το ξαφνιάσει η «ασήμαντη παρουσία μου». Έχασα πλέον κάθε επαφή με το «αδέσποτο ερωτηματικό» μου. Έμειναν κάποια ξεχασμένα αγγίγματα να τάζουν όλα τους τα χάδια στα θαυμαστικά, να λογαριάζουν και να παζαρεύουν τις ξεθωριασμένες ενοχές τους. Για να σωπάσουν.
Αμήχανοι αποχαιρετισμοί ξεφλουδίζουν τη νύχτα. Ακούω τα αγκομαχητά τους. Φαντάζομαι την αμηχανία τους· δεν τη βλέπω, τη φαντάζομαι… Παραισθήσεις κι ανάσες μονολογούν και νανουρίζουν τα όνειρα για να με ταξιδέψουν… Μονολογώ κι εγώ μαζί τους συνειδητοποιώντας πως όλο αυτό δεν είναι παρά μια πρόφαση, μια μακριά προσμονή, αναμένοντας, το τι θα επακολουθήσει.
         Νηστικός από λέξεις, συλλαβίζω ψευδίζοντας τους φθόγγους μιας λιγομίλητης εξήγησης. Μου φαίνονται τόσο φτωχές, τόσο μικρές οι λέξεις, που με τρομάζουν. Ξέρω, οι λέξεις διστάζουν δίχως άλλοθι κι ας λέει ο κόσμος… Ωστόσο βρήκαν καταφύγιο στην ψυχή μου. Στις πιο μοναχικές στιγμές μου έμαθα ποιος πραγματικά είμαι...