Σελίδες

29 Απρ 2014

Η ζωή μας όλη…

Λένε, πως όταν θυμάσαι, φυλλομετρώντας ημερολόγια και χρόνια, είναι γιατί έχεις πλέον μεγαλώσει πολύ. Μεγάλωσα… γιατί να το κρύψω; Λένε επίσης, πως από δω κι εμπρός τα χρόνια αρχίζουν και κλέβουν, δίνουν λίγα και παίρνουν πολλά. Ό,τι άφησες να γλιστρήσει από τα χέρια σου, τώρα δείχνει τόσο πολύτιμο… Ο χρόνος που φεύγει κλέβει τα όνειρα που έκανες και σε ξεγελάει με κάτι όνειρα ρετάλια. Κλέβει χαρές κι αφήνει λύπες. Κλέβει αλήθειες, κλέβει στιγμές. Κλέβει ό,τι μπορεί, αφήνοντας κάποιες αναιμικές υποσχέσεις πως όλα αύριο ίσως να είναι αλλιώς. Κι έτσι περνάει ο καιρός χωρίς να το καταλάβεις. Πώς να μετρήσεις τόσες στιγμές; Πώς να μετρήσεις την απόσταση ανάμεσα στην αληθινή ζωή και τις στιγμές που ονειρεύτηκες;

Κι αυτή η απόσταση δημιουργεί ψευδαισθήσεις. Αυτή είναι η ομορφιά και η δύναμη του νου μας. Φροντίζει, με όλα όσα έφυγαν κι αυτά που πρόκειται να ’ρθουν, να φτιάχνει εύκολα ό,τι φαντάζει αδύνατο. Όλα όσα ήξερα και νόμιζα ότι είχα συνηθίσει, «επανεκδίδονται»… με μπαλώματα κι ό,τι περισσεύματα είχαν. Και με μπαλώματα δε γεμίζεις της ψυχής τα άδεια… Έτσι, τ’ απομεινάρια μπερδεύονται με τα καινούργια και δημιουργούν προσδοκίες που γεννούν άλλα όνειρα, κι αυτά για να τα φέρω στα μέτρα μου τ’ ανακατεύω, τα στρίβω πότε από τη μια και πότε απ’ την άλλη. Τα στραγγίζω, τα γυρνώ ανάποδα, μήπως και βγάλουν κάτι. Έστω μια σταγόνα, μια μικρή υποψία κάποιας κρυμμένης ελπίδας. Έστω μία…
Κάποια πράγματα, συνεχίζω να τα βλέπω όπως ήταν κι όχι όπως είναι. Δένομαι με τα όνειρα των παρελθόντων χρόνων. Κι απ’ αυτά κρατιέμαι. Μανία μου να επιμένω σ’ εκείνα, που έχουν μείνει δίχως τη γυαλάδα τους, πεταμένα στο βάζο των μαραζωμένων ονείρων. Μου αρκεί που, έστω κι έτσι, υπάρχουν, κινούν τη φαντασία βάζοντας σε δύσκολα μονοπάτια τη σκέψη μου. Είναι μια από τις κακές μου συνήθειες. Και η κακή συνήθεια είναι ένα παράξενο κουσούρι. Κι εγώ από κουσούρια, έχω ένα σωρό. Δεν ξέρω αν χρειάζεται περισσότερη δύναμη να αποκτήσεις μια συνήθεια ή να την αποβάλλεις.
Σήμερα ξημέρωσε συννεφιασμένο το στερέωμα του ουρανού. Κοιτάζω έξω, όχι τον ορίζοντα, αλλά τη ζωή μου να φεύγει και λέω, ότι τουλάχιστον έφτασα κοντά σ’ αυτό που είμαι. Κι εδώ αρχίζουν οι απολογισμοί. (Σ’ αυτούς συνήθως πέφτω έξω). Στέκομαι, σιωπηλός και δίχως κέφι, βλέπω πως φεύγουν οι ώρες, οι μέρες, οι εβδομάδες. Φεύγουν οι μήνες, οι εποχές, τα χρόνια. Υποτάσσονται στους δείκτες του πανδαμάτορα χρόνου… Ό,τι έχω ζήσει με ακολουθεί. Κι ο νους μου εκεί, τρέχει ανάμεσα στο τώρα και στο πριν. Ονειροπόλος στα ωραία και στ’ ανέγγιχτα… με χαραγμένα τα σημάδια ενός ασυμβίβαστου ρομαντισμού, που, όσοι είμαστε «μολυσμένοι» απ’ αυτόν, δεν τα κρύβουμε, το αντίθετο θα έλεγα, τα περιφέρουμε. Ολοφάνερα. Και περήφανοι!…

Ένας κύκλος είναι το μονοπάτι του χρόνου. Ένας κύκλος που γυρίζει και τελειώνει στην αρχή. Στην αφετηρία. Έτσι μας γυρίζει και μας πάει κι ας μοιάζει, πολλές φορές, με βουνό απροσπέλαστο. Για να διαπιστώσουμε, τελικά, πως η ζωή μας όλη δεν είναι τίποτε άλλο από αυτό που εμείς την κάνουμε να είναι.


Το τραγούδι μου




20 Απρ 2014

Χριστός ανέστακας, μωρέ παιδιά!


Κοντεύει να ξημερώσει η μέρα της Λαμπρής.
Ο παπα-Καφάτος, μέσα στα βουνά της Κρήτης, τρέχει από χωριό σε χωριό κι ανασταίνει το Χριστό, γρήγορα γρήγορα, γιατί ’ναι πολλά τα χωριά και δεν έχουν παρά αυτό μονάχα παπά και πρέπει να κάμει Ανάσταση σε όλα πριν ξημερώσει. Ανασκουμπωμένος, φορτωμένος τ’ άμφιά του και το βαρύ ασημένιο Βαγγέλιο, σκαρφαλώνει μέσα στην άγια νύχτα στα κατσάβραχα, τρέχει αγκομαχώντας, φτάνει σ’ ένα χωριό, ανασταίνει και χιμάει ξεγλωσσισμένος σ’ άλλο χωριό.
Στο τελευταίο χωριουδάκι, σφηνωμένο μέσα στους βράχους, οι χωριανοί μαζεμένοι στην εκκλησούλα άναψαν τα καντήλια, κουβάλησαν από τη ρεματιά δάφνες και μερτιές και στόλισαν τα κονίσματα και την πόρτα· κρατούν σβητά τα κεριά τους και περιμένουν να ’ρθει ο Μέγας Λόγος ν’ ανάψουν.
Και νά, μέσα στη σιγαλιά ακούστηκε χαλικισμός, σαν άλογο βιαστικό να σκαρφάλωνε την πλαγιά του βουνού και κυλούσαν οι πέτρες.
— Έρχεται! Έρχεται!
Όλοι πετάχτηκαν έξω· ρόδιζε πιά η ανατολή, ο ουρανός γελούσε. Βαριά ανάσα ακούστηκε, τα τσοπανόσκυλα γάβγισαν χαρούμενα· κι ολομεμιάς, πίσω από ένα σγουρό πουρνάρι, ξεστηθωμένος, συνεπαρμένος από τους πολλούς Χριστούς που ’χε αναστήσει, πετάχτηκε μαύρος, απόκοντος, με ξέπλεκα μαλλιά, ο γερο-παπα-Καφάτος.
Τη στιγμή εκείνη πρόβαινε από το φρύδι του βουνού ο ήλιος· έδωκε ένα σάλτο ο παπάς, βρέθηκε ομπρός στους χωριανούς, άνοιξε τις αγκάλες:
Χριστός ανέστακας, μωρέ παιδιά! φώναξε.
Η γνώριμη πολυτριμμένη λέξη: ανέστη του φάνηκε ξαφνικά μικρή, φτενή, μίζερη· δεν μπορούσε να χωρέσει τη Μεγάλη Αγγελία· πλάτυνε η λέξη, θέριεψε στα χείλια του παπά.
Λύγισαν οι γλωσσικοί νόμοι, έσπασαν ακολουθώντας τη φόρα της ψυχής, δημιουργήθηκαν νόμοι καινούριοι· και να, πρώτη φορά το πρωί εκείνο, ο γερο-Κρητικός, δημιουργώντας την καινούρια λέξη, ένιωθε πως αληθινά ανάσταινε, σε όλο του το μέγα μπόι, το Χριστό.

Νίκος Καζαντζάκης, ΑΝΑΦΟΡΑ ΣΤΟΝ ΓΚΡΕΚΟ, σσ. 435-437


13 Απρ 2014

Από καρδιάς...

… και μετά το «πάσχειν» ΚΑΛΗ ΑΝΑΣΤΑΣΗ!


Εύχομαι σε όλους σας να δεχτείτε μια ευλογημένη Μεγαλοβδομάδα
όπως την ποθείτε κι όπως την πιστεύετε!

Να γεμίσετε τις ψυχές σας με αγάπη, ευαισθησία, σεβασμό… αλήθεια
καινα χαρείτε το κάθε «τώρα» που σας χαρίζεται

Ο Χριστός του Πάθους και της Ανάστασης
να αναθερμαίνει πάντα την Ελπίδα του Μέλλοντος Αιώνος
και να πλημμυρίζει τις καρδιές όλων με τις μοσχοβολιές της Άνοιξης
και τη χαρά της Ελληνικής Λαμπρής.

Κι ακόμη τα όνειρά σας και οι προσδοκίες σας ναναστηθούν
όπως Εκείνος!


Ω γλυκύ μου έαρ – Ειρήνη Παππά – Μουσική Βαγγέλης Παπαθανασίου

9 Απρ 2014

Συνομιλώντας...

Συνομιλώντας τούτες τις μέρες με μια καλή μου φίλη, για την προηγούμενη ανάρτησή μου, βγάλαμε τούτο το συμπέρασμα:
Όταν μ' ένα βέλος ή μια μαχαιριά χτυπάν στο στέρνο σου προς το αριστερό μέρος– και το ραγίζουν,  κι απ’ τη ρωγμή φανεί η καρδιά, πώς να μην την προφυλάξεις;…
Βέβαια, αν είναι από βέλος η λαβωματιά έχει γλύκα, ανανεώνεται, ξεπετάγεται, φτερουγίζει! Αν είναι όμως από μαχαιριά σκληραίνει, ξεραίνεται, κάνει κρούστα…





Τότε, κλείνεσαι στον εαυτό σου (είναι κι αυτό μια λύση…) και κάνεις γύρες –όχι μόνο στις πλαγιές και στα βουνά ψάχνοντας γι' αγριολούλουδα– αλλά και στο μέσα σου. 

Κι εκεί μέσα, κάθε μέρα, ανακαλύπτεις ένα πόντο παραπάνω εαυτού! 





Το τραγούδι μου

6 Απρ 2014

«Η πόρτα της καρδιάς»






«Η πόρτα της καρδιάς» ήταν ο τίτλος ενός πίνακα σε μια έκθεση ζωγραφικής. Ένας από τους προσκεκλημένους στην αίθουσα, έψαχνε μέσα στο πλήθος, να βρει το ζωγράφο κι αφού τον συνάντησε, του έκανε την εξής παρατήρηση: «Κύριε, από την πόρτα λείπει το χερούλι»…

Τότε ο ζωγράφος του εξήγησε: «Είναι γιατί η πόρτα της καρδιάς ανοίγει μόνο από μέσα»…

♥ ♥ ♥
(¯`v´¯) `•.¸.•´ ¸.•´¸.•´¨) ¸.•*¨) (¸.•´ (¸.•´ .•´¸¸.•´¯`•-> 

Μηθυμναίος        


2 Απρ 2014

Μήθυμνα ανοιξιάτικα στολισμένη...

Χάρμα οφθαλμών ο τόπος μου τέτοια εποχή

 Μάτι, μυαλό και καρδιά, εκεί…


*¸.•*
*¸.•*
Δρόμοι που αγάπησα...

Οι φωτογραφίες, από το διαδίκτυο