«Είμαι πάρα πολλά για να μην είμαι τίποτα και πολύ λίγος για να είμαι κάτι»… * * * * * «Ψάχνω να βρω λέξεις… που να "αγγίζουν" κι αγγίγματα που να μιλούν»…

24 Σεπ 2014

μόνο για σας...


Τώρα μάλιστα… Φθινοπώριασε… Η δικαίωση της εποχής και του χρόνου το πλήρωμα επιβεβαιώνονται…  
Αξίζει ένας περίπατος αληθινός σε πάρκα της ομορφιάς και της απόδρασης, για να συναντήσουμε και να αποτυπώσουμε –προ πάντων εκεί– την αλήθεια της φύσης που περνάει πλέον στη φάση της φθινοπωρινής μεταμόρφωσης.


Όπως αξίζει επίσης κι ένας άλλος φανταστικός περίπατος, σε μονοπάτια της σκέψης και της σιωπής, απ’ αυτά που μας μεταφέρουν από την ατέρμονη αναζήτηση ύπαρξης και συνύπαρξης στον ξεχασμένο κόσμο των συναισθημάτων που καθορίζουν τη ζωή μας.


Με τα μάτια της ψυχής ανοιχτά, όπου οι αισθήσεις έχουν τον πρώτο λόγο, εκτονώνεσαι από κάθε είδους πλέγματα και φραγμούς κι ανακαλύπτεις, στις θαμπές προτεταμένες λεπτομέρειες και τις απίθανες αισθαντικές εικόνες, τα αχαρτογράφητα κενά της.


Ό,τι βλέπω, ό,τι αγγίζω και ό,τι αισθάνομαι, συμβολίζει την ωραιότητα, την αρμονία κι εκείνον τον ελπιδοφόρο αέρα της λευτεριάς που μας προσφέρει η φύση. Κι αυτό, αγαπητοί μου φίλοι, δεν χωράει σε «κάδρα». Είναι αυτό που είναι.


Κι είμαι εγώ που το λέω, μα… δεν το κάνω. Επιμένω να τα χωρέσω σε κάδρα, μόνο για σας.
Μηθυμναίος

21 Σεπ 2014

Καλημέρα Φθινόπωρο…

Άρχισαν να ταξιδεύουν τα πρώτα κίτρινα και καφετιά φύλλα στους δρόμους...
Το φθινόπωρο υπόσχεται εκείνο που η ψυχή γυρεύει…

Κι εγώ υπόσχομαι κάπου κάτι: Ποτέ πια… 

21 του Σεπτέμβρη

Καλό Φθινόπωρο!


Δάκρυα του φθινοπώρου
(ΓΚΑΤΣΟΣ - ΞΑΡΧΑΚΟΣ - ΓΑΛΑΝΗ)

17 Σεπ 2014

Στίχο το στίχο, νότα τη νότα...

           Όχι μόνο τις άδειες ώρες μου, θα έλεγα σχεδόν όλες, τις «γεμίζω» με μουσικές και τραγούδια. Το ν’ ακούω μουσική είναι για μένα, τρόπος ζωής. Δίχως μελωδία, έχω την εντύπωση –και το πιστεύω– πως η ζωή είναι στεγνή. Κάθε τραγούδι, κάθε στίχος έχει κάτι να μου θυμίσει. Κάτι θα ξεσκαλίσει μέσα μου και με κάτι δικό μου θα ταυτιστεί. Αυτό, υποθέτω, να συμβαίνει και σ' εσάς. 


Θαρρείς πως τα λόγια που βάλανε στα τραγούδια, είναι δικά σου λόγια κι απορείς πως κι έγινε το θαύμα μερικοί στίχοι τραγουδιών, να λένε τις δικές σου ιστορίες. Συγκίνηση και ρίγος νιώθεις, πέφτοντας πάνω σε ένα τραγούδι που σ' έχει ακουμπήσει, που έχει χτυπήσει μέσα σου χορδές και μνήμες, παλιές ίσως, αλλά καθόλου ξεχασμένες.
Ανοίγει τότε το κουτί των αναμνήσεων και μια μια πετάγονται έξω. Φέρνουν το χτες στο παρόν, αναποδογυρίζοντας ημερολόγια και χρόνους. Το καθένα και μια ιστορία, έναν έρωτα, μια απογοήτευση, ένα μακρόσυρτο «αχ»... Ταξιδεύει ο νους με όχημα τη μελωδία. Ένα τραγούδι δρόμος είναι που καθρεφτίζει κάτι από τη ζωή του καθενός μας.
Το ραδιόφωνο είναι το μέσον που συντροφεύει και στηρίζει τις αδέσποτες ώρες μου. Παρέα μου οι καλές μουσικές εκπομπές με αξιωμένους παραγωγούς, που απόμειναν λίγοι πλέον, με τραγούδια απ’ αυτά που σκάνε στη μνήμη κι αφήνουν ραγίσματα. Μέσα σ’ αυτόν τον πλούσιο μελωδικό και ερεθιστικό κόσμο, η μουσική σαν επένδυση συμπληρώνει τις «εξομολογήσεις» των στίχων. Σ’ αυτούς στηρίζεται, απ’ αυτούς εμπνέεται κι αυτούς υποστηρίζει.
Υπάρχουν, πάντα εννοώ ελληνικά τραγούδια, που με τους στίχους τους, βάζουν τάξη στη μπερδεμένη σκέψη μας. Τραγούδια, που μέσα σε τρία-τέσσερα μόνο λεπτά, κλείνουν μια ιστορία, έναν έρωτα, όνειρα, λυγμούς, φιλιά, προσευχές... συγκίνηση. Αν πιάσουμε να καταμετρήσουμε τα τραγούδια που μας έχουν χαρίσει τέτοιες στιγμές, θαρρώ πως θα χρειαστούμε ένα σωρό σελίδες.

Λόγια μετά μουσικής, λόγια καλοδεχούμενα. Χαρές και λύπες, όλα ανάκατα με μουσική όπως, πάνε κάποια βράδια πίσω, που άκουγα ένα πρόγραμμα, λες κι ήταν φτιαγμένο για μένα.
«Απόψε θέλω να πιω. Θέλω να ξεφύγω από τα όριά μου. Μέσα στον καπνό να εξομολογηθώ. Για τα χαμένα όνειρά μου...». Η αισθησιακή φωνή της Χαρούλας με παροτρύνει: να πιω! Και συνεχίζει ο Γιώργος Νταλάρας παρακλητικά να τραγουδά: «Να με θυμάσαι όταν κρυώνεις κι όταν φοβάσαι, να με θυμάσαι. Να με θυμάσαι όταν πονάς και δεν κοιμάσαι, να με θυμάσαι...». Είναι σα ν’ άκουγα την ηχώ της ψυχής μου... Κι ύστερα, να κι ο Θαλασσινός να εύχεται: «Καλή τύχη. Γεια χαρά σου. Μην πετάς τα όνειρά σου, μην τα βρω ποτέ στο δρόμο και σε λυπηθώ...». Ιδιαίτερος, ξεχωριστός στίχος! Μου θύμισε όταν αποχαιρετούσα το γιο μου, φεύγοντας να σπουδάσει στην Αμερική! Ευχή μου είναι, του είπα, παρ’ την μαζί σου... Και να, μέσα σ’ αυτή τη βουβαμάρα της σκέψης μου, έρχεται η Τσαλιγκοπούλου να πει: «Και μετά δε μιλάμε πολύ, γιατί το όνειρο ζει στη σιωπή. Με το βλέμμα στους περαστικούς, να ‘χα χίλιες σιωπές να ακούς». Η ομιλούσα σιωπή. Ο βουβός λόγος. Η φλυαρία της μοναξιάς... Κι απανωτά μέσα στην απόλυτη σιωπή, γιατί όταν η σιωπή γεννά, βγάζει τραγούδια, ο Αλκίνοος να επιμένει: «Άδεια η ψυχή μου το δωμάτιο άδειο και από τ' όνειρό μου ακούω καθάριο το λυγμό της να λέει όνειρο ήτανε». Όνειρο! Απραγματοποίητο; Απατηλό; Εφήμερο; Πλάνο;…
Τελειωμό δεν έχουν τα όμορφα τραγούδια, τελειωμό δεν έχει και η όμορφη νύχτα. Αυτιά να ’χεις να αφουγκράζεσαι: «Και φοβάμαι μη φύγεις, μα άλλο δρόμο δεν έχεις και σου γράφω στο τζάμι: σ' αγαπώ να προσέχεις» . Ασφαλώς και δεν φεύγω, Βασίλη, όσο θα με κρατάτε όλοι εσείς εδώ, με τέτοια τραγούδια, εγώ θα κουρνιάζω στο άσυλο της ψυχής μου και στη γλυκιά μελαγχολία των στίχων σας. Όσο θα υπάρχουν τέτοια τραγούδια «για το τίποτα γραμμένα»*, όπως λένε, που αντέχουν κι αντέχουμε μαζί τους, αξίζει τον κόπο γιατί «έτσι βγαίνουν τα τραγούδια, μάτια μου...».



--- Με κλικ στους μπλε στίχους μπορείτε ν' ακούσετε το κάθε τραγούδι.

* Σ.Bl. Για το τίποτα, όχι Για Ένα Τίποτα… Διευκρινίζω για να μη παρασυρθούμε...

10 Σεπ 2014

Ανάκατες κι ένοχες σκέψεις μέσα απ’ τη σιωπή…

          Χίλιες εικόνες στήνονται μπροστά μου. Μένουν εκεί και στοιχειώνουν τις στιγμές. Τους κλείνω το μάτι. (Μια κίνηση τρυφερότητας μες την απόγνωση). Ψάχνω κίνητρα πίσω από τις πράξεις μου. Οραματίζομαι και στοχάζομαι. Αναπνέω και… δηλώνω ζωντανός. Ανάμεσα στις «εύλαλες σιωπές», ψάχνω λέξεις για να δώσω νόημα σ’ αυτό που νιώθω. Και μόνο λέξεις άχρηστες κι ανίκανες βρίσκω… Λέξεις σκόρπιες μ’ ασύνδετα νοήματα που με τίποτα δεν μπορούν να κρύψουν τα αληθινά συναισθήματά μου. Φτιάχνω το δικό μου καταφύγιο και μέσα του κλείνω όσες σκέψεις ξεπηδούν από το κεφάλι μου. Τι σημασία έχει αν είναι σωστές ή όχι; Λογικές ή παράλογες; Είναι δικές μου και με χαρακτηρίζουν!


Είναι μια επιλεγμένη σιωπή. Υπάρχει λόγος… Την αφουγκράζομαι. Δεν ξέρω αν αυτό το λένε αντίδραση. Απογοήτευση. Αδιέξοδο. Αμηχανία. Δεν ξέρω... Εν τούτοις, μπλέκομαι στο κουβάρι μου. Αφήνομαι στις εμμονές μου. Πνίγομαι από τις ένοχες σκέψεις μου. Κόβομαι στην λεπίδα των λαθών μου. Στέκομαι στα σημάδια του προσώπου μου, όσα καταγράφουν τα χιλιόμετρα της ζωής μου. Κλεμμένες στιγμές των ήχων, των ματιών, των κινήσεων, των λογισμών και της μνήμης. Τις χρωστάω στην ψυχή μου.       


            Ανάκατες σκέψεις… Δεν βρίσκω κάτι και… σωπαίνω. Σωπαίνω γιατί θέλω ν’ ακούσω, να δω, να νιώσω. Ψάχνω να βρω όμορφους ανθρώπους, ν’ αγγίξω τη σφαίρα της ψυχής τους. Θέλω να τους μιλήσω. Να τους πω. Να τους δείξω. Ν’ ακούσω. Να καταλάβω. Να με κοιτάξουν κι αυτοί. Να μου μιλήσουν… Κάθε άνθρωπος είναι ξεχωριστός. Κάθε άνθρωπος μια διαφορετική πινελιά κι ένα διαφορετικό χρώμα πάνω στον καμβά του. Προσπαθώ ν’ ανακαλύψω τους κρυμμένους θησαυρούς αυτών που μ’ ενδιαφέρουν, που νιώθω να τους αγαπώ, μ’ έναν τρόπο ελεύθερο, χωρίς σκοπό και συμφέρον. Να τους εμπιστευτώ, να μοιραστώ τη αβάσταχτη σιωπή μου. Κι όλο τούτο, για να λέω και την αλήθεια, είναι φορές που μ’ ενοχλεί κι άλλες που δεν δίνω σημασία. Ίσως δεν είναι λογικό. Και τι είναι πλέον λογικό;… 


Χωρίς διάθεση για κάτι διαφορετικό, θαρρώ πως είναι άσκοπο να επιμένεις σε μια θέση. Στην εμπιστοσύνη και στην αποδοχή, στην κοινή πορεία της στιγμής που δεν ζητάει τίποτα για να επιβεβαιώσει τον εαυτό της. Αν μιλάς ή αν ακούς, το μυαλό σου ποτέ δεν θα βρει χρόνο, ούτε σημείο τομής με την σκέψη του άλλου. Τόλμησα κι έκοψα γέφυρες. Με ανάγκασαν. Μου έκλεψαν τον προορισμό, χάθηκαν τα περάσματα Τι τα θέλω όμως, όταν αντ’ αυτών άνοιξαν άλλα; Σωστοί λεωφόροι.

3 Σεπ 2014

Αυτό είν’ το θέμα…

Είναι προτιμότερο –χίλιες φορές– να γίνεσαι ρομαντικός σύμμαχος όλων αυτών των εικόνων που φέρνει η μνήμη, από το να ασχολείσαι με τα κακώς κείμενα (ή τα κακώς εννοούμενα) της μικρής τούτης ιδιότροπης (και κάθε φορά χειρότερης) κοινωνίας των ευκαιριακών σχέσεων, που δεν σου επιτρέπουν να είσαι αυθεντικός.
Ήταν απόβραδο και διάβαζα όσα έγραψες τις προάλλες στο ιστολόγιό σου, φίλε Γάβο*, για να ακριβολογώ «Το μυστικό της σταγόνας» και μ’ άγγιξαν. Κάθε φορά και πιο πολύ, διαπιστώνω, πως έχεις τον τρόπο να ανακυκλώνεις τη θύμηση και να φέρνεις, με τόση γλαφυρότητα, εκείνο που έζησες, στο τώρα.
Σε διαβάζω και νιώθω να γειτονεύουν οι καρδιές μας και ν’ αλητεύουν ανάμεσα στη φαντασία και το όνειρο. Η νοσταλγία σου είναι εμφανής και η ακράτητη μνήμη που διαθέτεις, δίνουν αιτίες κι αφορμές σε «οξειδωμένες μνήμες», σαν τη δική μου, να ξεσπάσουν. Να γδέρνουν και να ξεφλουδίζουν το μέσα μου. Να συγκινούν σε βαθμό που χάνομαι κι εγώ σε κάτι τέτοια.
 Σε διαβάζω κι είναι δειλινό. Γεμίζει ο νους μου με κάτι αξέχαστα δειλινά. Απ’ αυτά τα ίδια που, δικαιωματικά μου ανήκουν. Που πέφτουν στο μερίδιό μου. Τα ίδια σπίτια, τα ίδια δέντρα, οι ίδιες ρίζες, η ίδια ηλιαχτίδα, ίδιες και οι τριανταφυλλιές. Ακόμα και το νυχτολούλουδο στη γωνιά που αναστενάζει όλη νύχτα το ίδιο είναι. Ευωδιάζει και το γιασεμί. Κι αν ξεθωριάζει ο χρόνος τις εικόνες, τη μυρωδιά με τίποτα δεν μπορεί να τη διώξει. Μένει εκεί, καλά κρυμμένη στην ψυχή μας. Αναλλοίωτη. Έτσι μύριζαν μέσα μου όλα εκείνα, στα ζεστά απόβραδα του καλοκαιριού. Ακόμα μυρίζουν… Γι’ αυτό πάντα θα στέκομαι σε τούτα τα –πάντα υπέροχα– σπαράγματα της μνήμης, γιατί αυτό μ’ ευχαριστεί! Αυτές τις εικόνες κουβαλώ κι εγώ επίμονα στο μυαλό μου. 
Αυτό είν’ το θέμα…


Εσύ γράφεις:

«Από μακριά φαινόταν σαν μια δροσοσταλίδα αιωρούμενη από ένα  παραδεισένιο δένδρο αυτό της μνήμης μου, την κοίταξα με αγάπη, ήταν γεμάτη όνειρα, γεμάτη νοσταλγία. Από μέσα της περνούσε μια ηλιαχτίδα όπου αντανακλούσε όλα τα χρώματα της ίριδος. Δίπλα μου μια τριανταφυλλιά, την θυμήθηκα, υπήρχε από τότε που υπήρχα σαν παιδί, έκοψα ένα από τα κάτασπρα τριαντάφυλλά της, το έφερα κοντά μου το μύρισα μια ευωδιά ξέφρενης παιδικής χαράς γέμισε το είναι μου. Πιο πέρα μια λουΐζα, τα φύλα της μύριζαν όπως τότε που ήμουνα παιδί, αναμνήσεις της μάνας μου φούντωσαν στο  μυαλό, έτρεξα και της άδειασα μια μπουκάλα νερό στην ρίζα της, ήταν η ίδια ρίζα από τότε, τίποτα δεν είχε αλλάξει. Μόνο εμείς οι άνθρωποι, μιας και είμαστε θνητοί οι παλαιότεροι είχαν φύγει με την βάρκα του Αχέροντα. Έτσι αισθάνθηκα μόνος με συντροφιά τις αναμνήσεις, από μια εποχή που δεν υπάρχει πλέον. Ένα  αγκάθι απ το κάτασπρο τριαντάφυλλο τσίμπησε το δάχτυλό μου, μια σταγόνα αίμα κατακόκκινη γεμάτη ζωντάνια γεννήθηκε, με έκπληξη την τίναξα παρέκει, έπεσε πάνω στην δροσοσταλίδα αυτήν της μνήμης μου και έσπασαν και οι δυο».

Κι εγώ ρωτάω: Γίνεται να τα διαβάζεις και να μην ξεφλουδίζεται το μέσα σου;
Αυτό είν’ το θέμα…

* Γάβο, εν τω μεταξύ, είναι το «χαϊδευτικό» που «κόλλησα» στο φίλο μας Γαβριήλ Παναγιωσούλη (και το δέχτηκε…) αφού το «ξεκόλλησα» αυθαίρετα από έναν μεγάλο Λατινοαμερικάνο συγγραφέα τον Γαβριέλ Γκαρσία Μάρκες, που οι φίλοι του τον φώναζαν Γάβο.