«Είμαι πάρα πολλά για να μην είμαι τίποτα και πολύ λίγος για να είμαι κάτι»… * * * * * «Ψάχνω να βρω λέξεις… που να "αγγίζουν" κι αγγίγματα που να μιλούν»…

23 Νοε 2011

O Κούκος τραγούδησε!

Όταν διαβάζαμε τα όσα ωραία έγραφε στο ιστολόγιό του ο  Κούκος (Δημήτρης Γιατρέλλης κατ’ όνομα) και μας συνέπαιρναν οι διηγήσεις του, αυτός ο θαυμάσιος τρόπος που έγραφε, πολλοί σχολιαστές τού συνιστούσαν να τα εκδώσει σε βιβλίο.
Ήταν που όταν έγραφε ο Δημήτρης δεν λυπόταν τα υλικά .
Και να που η απουσία του, τόσο καιρό από το blogging είχε τους λόγους…
Οι «ασκήσεις γραφής» του, απέδωσαν!
Έκανε το όνειρο και το πάθος του πραγματικότητα.
Κυκλοφόρησε το βιβλίο του από τις εκδόσεις Γαβριηλίδη.
Και το όνομα αυτού τι άλλο:

ΤΟ ΤΡΑΓΟΥΔΙ ΤΟΥ ΚΟΥΚΟΥ

Το τραγούδι ήταν το δυνατό του.

Το διάβασα και μου άρεσε πάρα πολύ, Είναι «διαβαστερό», όπως συνηθίζουμε να λέμε. Είμαι σίγουρος ότι το ίδιο θα πουν όλοι όσοι θα το διαβάσουν. Μη το αφήσετε έξω από τις προτεραιότητές σας. Το συνιστώ.

Ευχή μου, Δημήτρη, να 'ναι καλοτάξιδο το βιβλίο σου!

Μηθυμναίος

19 Νοε 2011

Φθινοπωριού ξεφύλλισμα

Φθινοπωριού ξεφύλλισμα σ’ ανώφελες ημέρες…
κι ο στοχασμός ανήμερος μες τ’ όνειρο γεννιέται…

Δυο φύλλα ερωτεύονταν… ενώ εμείς
πλέκαμε τα μεγάλα μας σχέδια…
τα πιο όμορφα, τα πιο σπάνια, τα πιο αγαπημένα…

Χαλί στο χρώμα της σκουριάς έστρωσε ο καιρός
από θλιμμένα φύλλα…
κι αυτά μ’ ένα γλυκό παράπονο βρήκαν στοργή στο χώμα…

Στα φύκια πλέκονται όνειρα που αρνιούνται τ’ ακρογιάλια…
Ένα βρεγμένο απόγευμα που αμίλητο είχε φύγει…
Μηθυμναίος

16 Νοε 2011

Εδουάρδο Γκαλεάνο

Σοφές κουβέντες από ένα διανοητή, τον  Εδουάρδο Γκαλεάνο* που επιμένει να παραμένει νέος και ανατρεπτικός…
Ας τον ακούσουμε



* Ο Εδουάρδο Γκαλεάνο γεννήθηκε το 1940 στο Μοντεβιδέο της Ουρουγουάης. Εκεί κάνει τα πρώτα του βήματα στο χώρο των έντυπων μέσων δημοσιεύοντας γελοιογραφίες και χρονογραφήματα στο περιοδικό «El Sol». Το 1961 γίνεται διευθυντής της καθημερινής εφημερίδας «Epoca» και αρχισυντάκτης της εβδομαδιαίας επιθεώρησης «Marcha». Το 1973 εξορίζεται εξαιτίας των ιδεών του και καταφεύγει στην Αργεντινή, όπου ιδρύει το λογοτεχνικό περιοδικό «Crisis». Μετά το πραξικόπημα του 1976 αναγκάζεται να εγκαταλείψει τη χώρα και εγκαθίσταται στην Ισπανία. Το 1985, ύστερα από την πτώση της δικτατορίας, επιστρέφει στο Μοντεβιδέο. Στο έργο του συγκλίνουν η λογοτεχνική αφήγηση και το δοκίμιο, η ποίηση και το χρονικό.
Ο ίδιος αρνείται ότι είναι ιστορικός: «Είμαι ένας συγγραφέας που θα ήθελε να συνεισφέρει στη διάσωση της απαχθείσας μνήμης όλης της Αμερικής, αλλά πάνω από όλα της Λατινικής Αμερικής, πατρίδα περιφρονημένη και αγαπητή».
Μηθυμναίος

15 Νοε 2011

Ο Βιβλιοθηκάριος *

Στη βιβλιοθήκη της Αλεξάνδρειας κοντά στο ναό του Σεράπιδος νύχτα βαθειά –δώδεκα περασμένες– κατέβηκαν απ’ τα ράφια των βιβλίων οι σοφοί κι αποφάσισαν να συνεδριάσουν.
(Αυτό δεν το ’γραψε η ιστορία).
Η ώρα ήταν ακατάλληλη γιατί η πολιτεία κοιμόταν. Ο βιβλιοθηκάριος τους άναψε το λυχνάρι –τι το σκοτάδι ήταν πηχτό– κι οι σοφοί συνάχθηκαν στο τραπέζι. Οι μορφές τους, όπως φωτίζονταν, φάνταζαν βιβλικές και κάπως συνοφρυωμένες. Άνοιξαν τους παπύρους τους κι αρχίσαν να συνομιλούν: ο Όμηρος, ο Αριστοτέλης, ο Πλάτων, ο Σωκράτης, ο Αισχύλος κι ο Δημόκριτος.
(Αυτούς ορίσαν οι σοφοί των αιώνων γι’ αντιπροσώπους τους).


«Τι καθόμαστε στα βιβλία και σκονιζόμαστε», είπαν, «αφού κανείς δε μας διαβάζει; Φαίνεται πως οι άνθρωποι έπαυσαν να σωφρονούν και δεν καταφεύγουν πια στη σοφία μας. Θα ’ταν προτιμότερο να κατεβούμε στη γη να διδάξουμε αποξαρχής τους νόμους και την ηθική. Δεν έχουμε τίποτα πια εδώ να προσφέρουμε κι άδικα πληρώνουν οι άρχοντες γι’ άχρηστο προσωπικό αμοιβές κι επιχορηγήματα».
Κανείς δεν τους άκουσε παρά μόνο ο βιβλιοθηκάριος που λαγοκοιμόταν στο αναλόγιο. Μεγάλη ένιωθε τιμή που βρισκόταν σε μια τέτοια σύναξη, που έβλεπε ζωντανούς τόσους σοφούς.
Ήταν για ’κείνον γεγονός σπουδαίο μια κι είχε βαρεθεί απ’ την καθημερινή απραξία –αφού οι αναγνώστες δεν υπήρχαν– να ξεσκονίζει πάπυρους και βιβλία.
Οι σοφοί συμφώνησαν να επιστρέψουν στη γη τ’ άλλο πρωί. Σηκώθηκαν απ’ το τραπέζι και γύρισαν στα ράφια των βιβλίων τους. Ο βιβλιοθηκάριος έσβησε το λυχνάρι κι αποσύρθηκε στον κοιτώνα του.
Το ξημέρωμα η βιβλιοθήκη βρέθηκε τυλιγμένη στις φλόγες. Δέκα μέρες και δέκα νύχτες καιγόταν. Είπαν πως πέρασαν βάνδαλοι και την πυρπόλησαν, στην πολιορκία της Αλεξάνδρειας απ’ τον Καίσαρα, πως ήταν εχθροί του Πτολεμαίου του Φιλάδελφου που θέλησαν να τον εκδικηθούν.


Κανείς ποτέ δεν τους είδε μήτε βρέθηκαν μάρτυρες. Όσο κρατούσε η κόλαση, στ’ αντικρυνό καπηλειό (αυτό δεν το ’γραψε η ιστορία) δίχως την υπόνοια κανενός έβλεπε μεθυσμένος την καταστροφή θεωρώντας βέβαιη την απόλυση εκείνος που έβαλε τη φωτιά. Ο βιβλιοθηκάριος!...

Κλικ εδώ για τη δική μου αυθόρμητη κι αυθαίρετη επέμβαση…


* Ποιητική Μυθιστορία του Δημήτρη Νικορέτζου από το βιβλίο του «Οι κύκνοι δεν θα κλάψουν απόψε».

Μηθυμναίος

12 Νοε 2011

Το ζύγι…

Κάποτε στη ζωή έρχεται η στιγμή που πολλά αρχίζουν ν’ αλλάζουν, όχι γιατί το θέλεις εσύ, αλλά γιατί έτσι το θέλησε εκείνη, που βέβαια είναι σοφότερη από σένα και πάντα ένα βήμα πιο μπροστά από σένα… Αγόγγυστα τραβάει την ανηφόρα κι εσύ ξοπίσω της -στα τρωτά και στα δύσκολα- πορεύεσαι ασθμαίνοντας κι αγκομαχώντας. Οι ώρες, οι στιγμές, οι μέρες κυλάνε μαζί της, μέσα της, πάνω της. Περνάνε, στοιβάζονται, αθροίζονται και γίνονται χρόνος απ’ τη μια, και… μείον απ' την άλλη, απ’ τα υπόλοιπα που απομένουν. Κι άντε να βάλεις στη ζυγαριά τα συν και τις ελλείψεις…


Κάποιες φορές γυρίζεις, ρίχνεις ματιές πίσω, σε όσα άφησες, απλώνεις το χέρι σου μήπως και φτάσεις να συγκρατήσεις έστω κάτι μα… δεν τα καταφέρνεις. Σαν μαγεμένες σκιές φεύγουν οι εικόνες, θολώνουν, σβήνουν και χάνονται…

 

Ό,τι αντικατοπτρίζεται μέσα σ’ αυτές, υπήρχε. Ό,τι αντηχεί ειπώθηκε. Ό,τι άφησες να φύγει, έφυγε. Κι είναι τότε, που γυρίζεις και παραδίνεσαι στους λογισμούς σου για να συμβιβάσεις τα ασυμβίβαστα… Δίνεις τόπο στο νου, μήπως κι εκείνος καταφέρει να διαβάσει αλλιώτικα το χρόνο. Μολαταύτα παραμένεις ο ίδιος. Όπως τότε… Όπως πάντα…

Μηθυμναίος

5 Νοε 2011

Το πάρε-δώσε της ψυχής μας…

Στους αγαπημένους μου ΄συμπλόγγερς...

Στη σημερινή δυσανάγνωστη εποχή, όπου οι ουρανοί μας σκοτεινιάζουν, έχουμε, περισσότερο από ποτέ, άμεση ανάγκη από κάποιες ιδιαίτερες στιγμές. Τις ενδιάμεσες, όπως μ’ αρέσει να τις λέω.

Αυτές τις μικρές κι απλές, που αγγίζουμε και μας αγγίζουν εδώ στο καθημερινό «πάρε-δώσε της ψυχής μας», μέσα σε τούτες τις γειτονιές που συναντιόμαστε και μοιραζόμαστε φιλία, αγάπη, σχέσεις, ευαισθησίες και τόσα άλλα…

Όλοι μας δώσαμε και πήραμε –άλλος πολύ κι άλλος πιο λίγο- όχι μόνο αγγίγματα κι αγάπη, αλλά κι αλήθειες. Εδώ μέσα ανταλλάζουμε τις αλήθειες των συναισθημάτων μας. Μοιραζόμαστε σκέψεις, σιωπές, ψιθύρους, φωνές, ήχους, εικόνες...  

Πολλές μας έκαναν και χαμογελάσαμε, με άλλες δακρύσαμε, κλάψαμε, κάποιες ίσως και να μας πλήγωσαν… Τι σημασία έχει, αν κάποιοι μας αγαπούν ή όχι, είναι σίγουρα πως το κάνουν γι’ αυτό που είμαστε…

Όμως οι άνθρωποι δένονται κι ας μην το δείχνουν πάντα. Καθένας έχει τον τρόπο του να εκδηλώνει τα συναισθήματά του.

Δεν είμαστε όλοι ίδιοι. Μια μεξικάνικη παροιμία λέει: «Todos los hombres estamos hechos del mismo barro, pero no del mismo molde». Δηλαδή: Όλοι οι άνθρωποι είμαστε πλασμένοι από τον ίδιο πυλό, μα όχι από το ίδιο καλούπι.

Γι’ αυτό ας κοιτάμε την ουσία του κάθε ανθρώπου κι όχι το περιτύλιγμα, φίλοι μου «συμπλόγγερς».


Μηθυμναίος

3 Νοε 2011

Η Πεταλίδα


Μικρή πεταλίδα γιατί κάθεσαι μόνη πετρωμένη στο βράχο;
Πως μπορείς κι υποφέρεις την κλειστή φυλακή;
Πιο ωραίος δε θα ’ταν ο κόσμος στ’ ολοπόρφυρο φως;
Απ’ το σκότος δε θα ’ταν πιο λάγνο το φιλί του πελάγου;
Ποια κατάρα σε δίκασε να σε τρώει τ’ αλάτι;
Τι σε σκιάζει και κρύβεσαι;
Μη φοβάσαι τον άνεμο μη σε πάρει απ’ το βράχο;
Μη φοβάσαι το κύμα στο βυθό μη σε πνίξει;
Μη το φως σε τρομάζει και του ήλιου η φωτιά;

«Δεν κιοτεύω απ’ αυτά μον’ το χέρι σου σκιάζομαι…»

* Το ποίημα είναι του Δημ. Νικορέτζου

Μηθυμναίος